-
1 сдержаться
-
2 удержать
удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•
удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•
кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•
неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.
2. δεν αφήνω να φύγει•мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.
3. μτφ. περιορίζω•-жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).
4. αφήνω•удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.
|| διατηρώ•удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.
(στρατ.) διατηρώ•приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.
|| (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.1. κρατιέμαι•еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•
я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.
2. διατηρούμαι• διαρκώ•их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.
|| δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.
|| παραμένω•он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.
3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•
удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•
удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.
-
3 взять
взять παίρνω, λαβαίνω* возьмите! πάρτε! ◇\взять на себя... ανάλαβαίνω \взять себя в руки συγκρατιέμαι \взяться καταπιάνομαι \взяться за руки πιάνομαι από το χέρι (με κάποιον) ◇ \взяться за дело αρχίζω τη δουλειά, καταπιάνομαι με τη δουλειά* * *παίρνω, λαβαίνωвозьми́те! — πάρτε!
••взять на себя́... — αναλαβαίνω
взять себя́ в ру́ки — συγκρατιέμαι
-
4 держать
держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.1. κρατώ, βαστώ•держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.
|| εμποδίζω•кто меня -ит? ποιος με κρατάει;
μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•-йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•
держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•
держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.
|| μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.2. υποβαστάζω•балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.
|| συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•
держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.
4. κρατώ σε•держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.
|| παλ. συμπέριφέρνομαι.5. αφήνω•держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•
держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.
6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.
|| κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.
8. κατευθύνομαι•-и вправо! τράβα όλο δεξιά!
εκφρ.–и кармам (шире) – απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•держать себя в руках – συγκρατιέμαι•держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•держать экзамены – δίνω εξετάσεις•никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.
2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.
|| μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.3. στέκομαι•он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.
|| φέρομαι, συμπεριφέρομαι•он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.
4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•
ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.
5. (στρατ.) αντιστέκομαι•крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.
6. έχω κατεύθυνση•правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.
7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.
|| εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•
держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.
8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.9. διατηρούμαι.10. συγκρατιέμαι•она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.
εκφρ.только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•держать вместе – ενεργώ από κοινού•держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος. -
5 сдержать
сдержать, сдерживать κρατώ» συγκρατώ (тж. перен.) βαστώ; \сдержать слово (обещание ) τηρώ (или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου) \сдержаться συγκρατιέμαι* * *= сдерживатьκρατώ, συγκρατώ (тж. перен.) βαστώсдержа́ть сло́во (обеща́ние) — τηρώ ( или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου)
-
6 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
7 крепиться
крепи||тьсяσυγκρατιέμαι, κρατιέμαι:\крепитьсятесь! θάρρος!, κουράγιο! -
8 овладеть
овладе||тьсов см. овладевать· мной \овладетьла неопису́емая радость μέ κατέλαβε (или μέ κυρίευσε) ἀπερίγραπτη χαρά· им \овладетьл у́жас τόν ἔπιασε (или τόν κυρίευσε) φρίκη· \овладеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου. -
9 перебороть
переборотьсов καταβάλλω, ὑπερνικώ, δαμάζω:\перебороть себя συγκρατιέμαι, δέν παρα-φέρομαι. -
10 пересиливать
пересиливатьнесов, пересилить сов (что-л.) (ύπερ)νικῶ, καταβάλλω:\пересиливать боль ὑπερνικώ τόν πόνο· \пересиливать себя συγκρατιέμαι. -
11 себя
себя(себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα -
12 совладать
совладатьсов разг (συγ)κρατώ:\совладать с собой συγκρατιέμαι. -
13 удержаться
удержать||ся1. (не падать) κρατιέμαι, πιάνομαι:с трудом \удержатьсяся на йогах κρατιέμαι μέ δυσκολία στά πόδια μου2. (сохраняться) διατηρούμαι:э́ти позиции долго удерживались за нами κρατήσαμε τίς θέσεις αὐτές πολύ καιρό·3. (от чего-л.) συγκρατιέμαι, κρατιέμαι:едва \удержатьсяся от смеха μόλις συγκρατώ τά γελοία μου. -
14 ухватываться
ухватывать||ся1. (за что-л.) ἀρπάζομαι, πιάνομαι/ κρατιέμαι, συγκρατιέμαι (удерживаться):\ухватыватьсяся за рука́в κρατιέμαι ἀπ' τό μανίκι· \ухватыватьсяся за перила πιάνομαι ἀπ' τά κάγκελα·2. перен δράττομαι. -
15 крепиться
[κριπίΐσα] ρ. συγκρατιέμαι -
16 сдерживаться
[ζντιέρζυβατσα] ρ. συγκρατιέμαι -
17 совладать
[σαβλαντάτ"] ρ. συγκρατιέμαι -
18 утерпеть
[ουτιρπιέτ'] ρ. συγκρατιέμαι -
19 крепиться
[κριπίΐσα] ρ συγκρατιέμαι -
20 сдерживаться
[ζντιέρζυβατσα] ρ συγκρατιέμαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συγκρατιέμαι — συγκρατιέμαι, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. συγκρατούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… … Dictionary of Greek
απέχω — (AM ἀπέχω) 1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι 2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι ||| αρχ. μσν. συγκρατιέμαι, δείχνω εγκράτεια, είμαι εγκρατής αρχ. 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω, αποκρούω 2. χωρίζω,… … Dictionary of Greek
συγκρατούμαι — συγκρατούμαι, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. συγκρατιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκρατώ — συγκράτησα, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος 1. στηρίζω, κρατώ: Τα δέντρα συγκράτησαν το αυτοκίνητο που έπεφτε στη χαράδρα. 2. παρεμποδίζω, αναχαιτίζω: Συγκράτησε με δυσκολία τους στρατιώτες του που φλέγονταν από το ζήλο της μάχης. 3. χαλιναγωγώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)