-
1 выдержанный
выдержанный 1) (в одном стиле) συνεπής 2) (о человеке) συγκρατημένος 3) (о вине) παλιός* * *1) ( в одном стиле) συνεπής2) ( о человеке) συγκρατημένος3) ( о вине) παλιός -
2 сдержанный
-
3 сдержанный
сдержанн||ый1. прич. от сдерживать·2. прил συγκρατημένος, ἐγκρατής, ήρεμος:\сдержанныйый человек συγκρατημένος ἄνθρωπος· \сдержанныйый смех τό συγκρατημένο γέλιο. -
4 подавленный
επ. από μτχ.1. συγκρατημένος, περ ιορ ισμένος• πν ιγμένος•подавленный стон συγκρατημένος στεναγμός.
2. θλιμμένος, λυπημένος, βαρυαλγής•-ое настроение δυσθυμία, βαριο-θυμιά.
-
5 выдержанный
выдержанн||ыйἡ рил.1. (о характере) ἐγκρατής, συγκρατημένος, κύριος τοῦ ἐαυτοῦ του·2. (последовательный) συνεπής·3. (о продуктах, материале и т. п.):\выдержанныйое вино́ παλιό κρασί· \выдержанныйый табак παλιός καπνός. -
6 экономный
экономн||ыйприл1. (бережливый) οίκονομικός, ὀλιγοδάπανος·2. (в словах, движениях) συγκρατημένος, ἐγκρατής. -
7 приглушённый
επ. από μτχ.αδύνατος, εξασθενημένος, πιασμένος, συγκρατημένος (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.). -
8 придушенный
επ. από μτχ.(για ήχο, φωνή)• πιασμένος, συγκρατημένος, πνιγμένος. -
9 связанный
επ. από μτχ.περιορισμένος, συνεσταλμένος, δεσμευσμένος. || συγκρατημένος. -
10 сдавленный
επ. από μτχ.συγκρατημένος•с -ым голосом με πνιγμένη τη φωνή.
-
11 сдержанный
επ. από μτχ.εγκρατής• συγκρατημένος•сдержанный человек εγκρατής άνθρωπος.
|| ήσυχος, γαλήνιος. || σφιχτοχέρης, φειδωλός, τσιγκούνης. -
12 тугой
επ., βρ: туг, туга, туго; туже.1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•-ая струна τεντωμένη χορδή•
тугой пояс σφιχτή ζώνη•
тугой узел σφιχτός κόμπος•
-йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•
тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.
2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•тугой человек σφιχτός άνθρωπος.
|| μτφ. δύσκολος, βαρύς•-йе времена τα δύσκολα χρόνια.
εκφρ.тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•тугой на ухо – βαρύκουος. -
13 экономный
επ., βρ: -мен, -мна, -мно.1. οικονομικός, ολιγοδάπανος.2. φειδωλός, τσιγκούνικος. || μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•экономный в словах ολιγόλογος.
См. также в других словарях:
συγκρατώ — συγκράτησα, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος 1. στηρίζω, κρατώ: Τα δέντρα συγκράτησαν το αυτοκίνητο που έπεφτε στη χαράδρα. 2. παρεμποδίζω, αναχαιτίζω: Συγκράτησε με δυσκολία τους στρατιώτες του που φλέγονταν από το ζήλο της μάχης. 3. χαλιναγωγώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσφυκτος — ἄσφυκτος, ον (Α) [σφύζω] 1. αυτός που δεν έχει σφυγμό 2. ο δίχως σθένος 3. (για την ψυχή) ο ήρεμος, ο συγκρατημένος 4. αυτός που δεν προκαλεί γρήγορο ἡ δυνατό σφυγμό … Dictionary of Greek
αζωήρευτος — η, ο [ζωηρεύω] ο μη ζωηρός, συγκρατημένος, μαζεμένος … Dictionary of Greek
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
εμποδισμός — και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός) εμπόδιση, εμπόδιο μσν. 1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος 2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.) … Dictionary of Greek
κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… … Dictionary of Greek
μεσοβγαλμένος — και μεσοβγαμένος, η, ο 1. μισοβγαλμένος 2. (για αναστεναγμό) συγκρατημένος … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… … Dictionary of Greek
Άβλιχος, Μικέλης — (Ληξούρι 1844 – Αργοστόλι 1917).Σατιρικός ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Κεφαλονιά και μετά ταξίδεψε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek