-
1 συγκραματικος
См. также в других словарях:
συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη … Dictionary of Greek
συγκραματικούς — συγκραματικός mixed together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικός — (I) ή, όν, Μ [συγκρατῶ] αυτός που ενισχύει κάποιον. (II) ή, όν, Α [σύγκρασις] συγκραματικός*. επίρρ... συγκρατικῶς Α με συνδυασμό … Dictionary of Greek
συγκριματικός — ή, όν, Α [σύγκριμα, ατος] ο συγκραματικός* … Dictionary of Greek