Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συγκραματικός

См. также в других словарях:

  • συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • συγκραματικούς — συγκραματικός mixed together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικός — (I) ή, όν, Μ [συγκρατῶ] αυτός που ενισχύει κάποιον. (II) ή, όν, Α [σύγκρασις] συγκραματικός*. επίρρ... συγκρατικῶς Α με συνδυασμό …   Dictionary of Greek

  • συγκριματικός — ή, όν, Α [σύγκριμα, ατος] ο συγκραματικός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»