-
1 συγκοπαίς
-
2 συγκοπαῖς
См. также в других словарях:
συγκοπαῖς — συγκοπή cutting up into small pieces fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συγκοπαίς
2 συγκοπαῖς
συγκοπαῖς — συγκοπή cutting up into small pieces fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)