-
1 συγκλεπτω
См. также в других словарях:
συγκλέπτω — Α 1. κλέβω από κοινού («τοῡ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.) 2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ξυγκλέπτουσι — συγκλέπτω steal along with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκλέπτω steal along with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλέπτουσι — συγκλέπτω steal along with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκλέπτω steal along with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκλεπτον — συγκλέπτω steal along with imperf ind act 3rd pl συγκλέπτω steal along with imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκλέπτεται — συγκλέπτω steal along with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκλοφώς — συγκλέπτω steal along with perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλέπτειν — συγκλέπτω steal along with pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλέπτεσθαι — συγκλέπτω steal along with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλέπτεται — συγκλέπτω steal along with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλέπτοντας — συγκλέπτω steal along with pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek