-
1 συγκινούν
συγκινέωstir up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)συγκινέωstir up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)συγκῑνοῦν, συγκινέωstir up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)συγκῑνοῦν, συγκινέωstir up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
2 συγκινοῦν
συγκινέωstir up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)συγκινέωstir up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)συγκῑνοῦν, συγκινέωstir up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)συγκῑνοῦν, συγκινέωstir up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
3 трогать
трогатьнесов1. (прикасаться) ἀγγίζω, θίγω·2. (волновать) συγκινώ:\трогать до слез συγκινώ μέχρι δακρύων это его́ не трогает αὐτά δέν τόν συγκινοῦν ◊ трогай! ἐμπρός!, τράβα!.
См. также в других словарях:
συγκινοῦν — συγκινέω stir up pres part act masc voc sg (attic epic doric) συγκινέω stir up pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) συγκῑνοῦν , συγκινέω stir up pres part act masc voc sg (attic epic doric) συγκῑνοῦν , συγκινέω stir up pres part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek
Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Μυρτιώτισσα — (Κωνσταντινούπολη 1881 – Αθήνα 1968). Φιλολογικό ψευδώνυμο της ποιήτριας Θεώνης Δρακοπούλου. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Σε μικρή ηλικία πήγε στην Κρήτη και τελικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη δραματική σχολή. Διακρίθηκε ως… … Dictionary of Greek
Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… … Dictionary of Greek
Σακελλαρίδης, Θεόφραστος — Έλληνας μουσουργός (Αθήνα 1882 1950). Σπούδασε στην Αθήνα και ύστερα στη Γερμανία και στην Ιταλία και υπήρξε από τους παραγωγικότερους Έλληνες συνθέτες οπερέτας, πολλές από τις οποίες εξακολουθούν να συγκινούν μεγάλο μέρος του κοινού. Έγραψε… … Dictionary of Greek
Σπατζιάνι, Μαρία Λουίζα — (Spaziani). Ιταλίδα ποιήτρια και δημοσιογράφος (Τουρίνο 1924). Τα πρώτα ποιητικά της έργα Τα νερά του Σαββάτου και Άνοιξη στο Παρίσι εκδόθηκαν το 1954, όταν η Σ. είχε αναπτύξει δημοσιογραφική δραστηριότητα για την οποία είχε λάβει, το 1950, το… … Dictionary of Greek
Τόλερ, Ερνστ — (Toller, Σαμότσιν, δυτική Πρωσία 1893 – Νέα Υόρκη 1939). Γερμανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο τέλος του A’ Παγκοσμίου πολέμου διακρίθηκε στη σοσιαλιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών και μετά την αποτυχία της καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 … Dictionary of Greek
αισθησιακός — ή, ό αυτός που προέρχεται από τις αισθήσεις ή επηρεάζεται πολύ απ αυτές: Οι απολαύσεις που τον συγκινούν είναι μονάχα οι αισθησιακές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)