-
1 глубоко
-
2 взволнованный
взволнованный 1) συγκινη μένος 2) ταραγμένος ανήσυ χος (встревоженный)* * *1) συγκινημένος2) ταραγμένος; ανήσυχος ( встревоженный) -
3 взволнованный
взволнованный1. прич. от взволновать·2. прил ταραγμένος, ἀνήσυχος·3. прил перен συγκινημένος. -
4 прочувствованный
прочу́вствова||нныйприч. и прил συγκινημένος, γεμάτος συγκίνηση. -
5 растроганный
επ. από μτχ.συγκινημένος•очень растроганный κατασυγκινημένος.
-
6 тронутый
επ. από μτχ.1. λίγο βλαμμένος, λίγο φθαρμένος ή χαλασμένος•-ое вино κρασί λίγο χαλασμένο.
2. λίγο φρενοβλαβής, λίγο βαρεμένος.3. συγκινημένος. -
7 умилённый
επ. από μτχ.συγκινημένος.
См. также в других словарях:
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
κατανυκτός — κατανυκτός, όν, θηλ. και ή (Μ) [κατανύσσω] εκκλ. ο συγκινημένος («καρδία κατανυκτή») … Dictionary of Greek
Βαλαάμ — (13ος αι. π.Χ.). Προφήτης από τη Μεσοποταμία, τον οποίο κάλεσε ο βασιλιάς της Μωάβ Βαλάκ για να καταραστεί τους Εβραίους, που είχαν εισβάλει στη χώρα του με αρχηγό τον Μωυσή. Ο Β., όμως, συγκινημένος από το δράμα του ισραηλιτικού λαού, χάρισε την … Dictionary of Greek
Βοκάκιος, Ιωάννης — (Giovanni Boccaccio, Παρίσι 1313 – Τσερτάλντο, Ιταλία 1375). Εξελληνισμένο όνομα του Ιταλού ποιητή και ουμανιστή Τζιοβάνι Μποκάτσο. Γιος τραπεζίτη και, κατά την παράδοση, μιας ευγενούς Παριζιάνας, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Φλωρεντία και σε… … Dictionary of Greek
Μάχντι — (Mahdi). Πρόσωπο του Ισλαμ, το οποίο πιστεύεται ότι θα ανορθώσει την ισλαμική πίστη (αραβ. Mahdi = Αυτός που οδηγείται ορθά). Σύμφωνα με τους σουννίτες, πρόκειται για απόγονο του Μωάμεθ, ο οποίος κατά τους έσχατους καιρούς θα θέσει τέρμα στον… … Dictionary of Greek
Όουεν, Ρόμπερτ — (Robert Owen, Νιούτον, Μοντγκόμερυσαϊρ 1771 – 1858). Άγγλος βιομήχανος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Συνιδιοκτήτης ενός μεγάλου βαμβακουργείου στο Νιου Λάναρκ της Σκοτίας, ο Ό. εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις, που απέβλεπαν στην ουσιαστική… … Dictionary of Greek
Τραϊανός, Μάρκος Ούλπιος — (Marcus Ulpius Traianus, Ιταλική Ισπανία 53 – Σελινούς, Κιλικία 117). Ρωμαίος αυτοκράτορας, Ισπανικής καταγωγής. Ήταν ο πρώτος Ρωμαίος από επαρχία που ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Αφού πολέμησε ένδοξα στη Γερμανία και στην Ανατολή και έγινε… … Dictionary of Greek
Φιλοκτήτης — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Ο μύθος τον απεικονίζει οπλισμένο με άσφαλτα βέλη, που του τα είχε δωρίσει ο Ηρακλής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, εξαιτίας … Dictionary of Greek
συγκινούμαι — συγκινούμαι, συγκινήθηκα, συγκινημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: συγκινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (συγκινιόμουν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκινώ — συγκίνησα, συγκινήθηκα, συγκινημένος, προκαλώ συγκίνηση: Πολύ με συγκίνησε αυτή η ταινία. – Δε συγκινείται με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)