Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συγκινημένος

См. также в других словарях:

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • κατανυκτός — κατανυκτός, όν, θηλ. και ή (Μ) [κατανύσσω] εκκλ. ο συγκινημένος («καρδία κατανυκτή») …   Dictionary of Greek

  • Βαλαάμ — (13ος αι. π.Χ.). Προφήτης από τη Μεσοποταμία, τον οποίο κάλεσε ο βασιλιάς της Μωάβ Βαλάκ για να καταραστεί τους Εβραίους, που είχαν εισβάλει στη χώρα του με αρχηγό τον Μωυσή. Ο Β., όμως, συγκινημένος από το δράμα του ισραηλιτικού λαού, χάρισε την …   Dictionary of Greek

  • Βοκάκιος, Ιωάννης — (Giovanni Boccaccio, Παρίσι 1313 – Τσερτάλντο, Ιταλία 1375). Εξελληνισμένο όνομα του Ιταλού ποιητή και ουμανιστή Τζιοβάνι Μποκάτσο. Γιος τραπεζίτη και, κατά την παράδοση, μιας ευγενούς Παριζιάνας, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Φλωρεντία και σε… …   Dictionary of Greek

  • Μάχντι — (Mahdi). Πρόσωπο του Ισλαμ, το οποίο πιστεύεται ότι θα ανορθώσει την ισλαμική πίστη (αραβ. Mahdi = Αυτός που οδηγείται ορθά). Σύμφωνα με τους σουννίτες, πρόκειται για απόγονο του Μωάμεθ, ο οποίος κατά τους έσχατους καιρούς θα θέσει τέρμα στον… …   Dictionary of Greek

  • Όουεν, Ρόμπερτ — (Robert Owen, Νιούτον, Μοντγκόμερυσαϊρ 1771 – 1858). Άγγλος βιομήχανος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Συνιδιοκτήτης ενός μεγάλου βαμβακουργείου στο Νιου Λάναρκ της Σκοτίας, ο Ό. εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις, που απέβλεπαν στην ουσιαστική… …   Dictionary of Greek

  • Τραϊανός, Μάρκος Ούλπιος — (Marcus Ulpius Traianus, Ιταλική Ισπανία 53 – Σελινούς, Κιλικία 117). Ρωμαίος αυτοκράτορας, Ισπανικής καταγωγής. Ήταν ο πρώτος Ρωμαίος από επαρχία που ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Αφού πολέμησε ένδοξα στη Γερμανία και στην Ανατολή και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Φιλοκτήτης — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Ο μύθος τον απεικονίζει οπλισμένο με άσφαλτα βέλη, που του τα είχε δωρίσει ο Ηρακλής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, εξαιτίας …   Dictionary of Greek

  • συγκινούμαι — συγκινούμαι, συγκινήθηκα, συγκινημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: συγκινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (συγκινιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκινώ — συγκίνησα, συγκινήθηκα, συγκινημένος, προκαλώ συγκίνηση: Πολύ με συγκίνησε αυτή η ταινία. – Δε συγκινείται με τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»