-
1 συγκερκίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκερκίζω
-
2 συγκερκίζοντα
συγκερκίζωweave together: pres part act neut nom /voc /acc plσυγκερκίζωweave together: pres part act masc acc sg
См. также в других словарях:
συγκερκίζω — Α συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κερκίζω «υφαίνω»] … Dictionary of Greek
συγκερκίζοντα — συγκερκίζω weave together pres part act neut nom/voc/acc pl συγκερκίζω weave together pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)