Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συγκεντρώνω

  • 61 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 62 нарастить

    -ращу, -растишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наращённый, βρ: -щён, -щена, -о ρ.σ.
    1. μεγαλώνω, αυξάνω, αναπτύσσω.
    2. μακραίνω, επιμηκύνω• αβγατίζω•

    нарастить водопроводную трубу αβγατίζω τον υδροσωλήνα.

    3. (με ποσοτική σημ.) καλλιεργώ, φυτεύω•

    нарастить много овошей καλλιεργώ πολλά λαχανικά.

    4. μαζεύω, αποταμιεύω, συγκεντρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > нарастить

  • 63 насобирать

    ρ.σ.μ. (συμ)μαζεύω, συναθροίζω, συγκεντρώνω•

    насобирать корзину ягод μαζεύω ένα καλάθι καρπούς•

    насобирать деньги μαζεύω (αποταμιεύω) χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > насобирать

  • 64 недобрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. недобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.
    ελλειπώς συγκεντρώνω, μαζεύω, προσλαμβάνω•

    недобрать урожай δε μαζεύω όλη τη σοδειά.

    Большой русско-греческий словарь > недобрать

  • 65 остановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ•

    остановить лошадь σταματώ το άλογο•

    остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•

    остановить машину σταματώ τη μηχανή.

    2. διακόπτω•

    остановить игру σταματώ το παιγνίδι•

    -ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.

    || αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•

    остановить работы σταματώ τις εργασίες.

    3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•

    остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.

    || συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.
    1. σταματώ•

    часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.

    || καταλύω•

    он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.

    2. διακόπτομαι•

    работа -лась η δουλειά σταμάτησε.

    3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.
    4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.
    εκφρ.
    ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος.

    Большой русско-греческий словарь > остановить

  • 66 отобрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. отобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, παίρνω• κατάσχω•

    полиция -ла у него запрещнные книги η αστυνομία του κατάσχεσε απαγορευμένα βιβλία•

    отобрать у пленных оружие αφοπλίζω τους αιχμάλωτους•

    отобрать в казну κατάσχω• δημεύω.

    2. εκλέγω, διαλέγω, επιλέγω•

    -берите кнйеи, какие для вас нужны διαλέξτε όποια βιβλία σας χρειάζονται.

    3. παλ. συγκεντρώνω, συλλέγω παίρνω•

    отобрать мнения у всех παίρνω τις γνώμες όλων.

    Большой русско-греческий словарь > отобрать

  • 67 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 68 подсобрать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) συγκεντρώνω από λιγο-λιγο, βαθμιαία.
    συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι βαθμιαία.

    Большой русско-греческий словарь > подсобрать

  • 69 прицел

    α.
    1. σκόπευση.
    2. κλισιοσκόπιο
    оптический прицел διόπτρα όπλου.
    εκφρ.
    брать (взять) на прицел – α) σκοπεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή, β) μτφ. συγκεντρώνω την προσοχή μου.

    Большой русско-греческий словарь > прицел

  • 70 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 71 сведение

    ουδ.
    1. πληροφορία, είδηση•

    по -ям печати κατά τις πληροφορίες του τύπου•

    сведение получить важные сведение παίρνω σοβαρές πληροφορίες•

    достоверные -я αξιόπιστες πληροφορίες•

    сведение собирать -я συγκεντρώνω πληροφορίες.

    || στοιχείο• δεδομένο•

    статистические -я στατιστικά στοιχεία.

    2. πλθ. -я γνώσεις•

    элементарные -я по физике στοιχειώδεις γνώσεις φυσικής.

    3. κατατόπιση, ενημέρωση•

    к вашему -ю για πληροφοριακό χαρακτήρα, για ενημέρωση•

    сведение принять к -ю παίρνω (λαβαίνω) υπόψη.

    ουδ.
    1. κατέβασμα, κατάβαση.
    2. μεταφορά με επιστροφή• οδήγηση• μεταφορά. || στροφή, καμπή, γύρισμα.
    3. αναμέρισμα, απομάκρυνση από κάτι.
    4. αφαίρεση, βγάλσιμο, εξάλειψη.
    5. κοπή, κόψιμο.
    6. συνάντηση, γνωριμία.
    7. ένωση, σμίξη. || σύνδεση.
    8. λογαριασμός.
    9. περιορισμός, περιστολή.

    Большой русско-греческий словарь > сведение

  • 72 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

  • 73 свеять

    свею, свеешь
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω•

    ветер -ял бумаги со стола ο άνεμος παρέσυρε τα χαρτιά σ,ττο το τραπέζι.

    2. συγκεντρώνω πνέοντας•

    ветер -ял снег в сугроб ο άνεμος συσσώρευσε το χιόνι,έκανε χιονοστιβάδα.

    3. λιχνιζω.

    Большой русско-греческий словарь > свеять

  • 74 сгустить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. густить.
    2. μτφ. συγκεντρώνω, πυκνώνω.
    εκφρ.
    сгустить атмосферу – εντείνω την κατάσταση, δημιουργώ τεταμένη κατάσταση•
    сгустить краски – υπερβάλλω, τα παραλέω.
    1. βλ. густиться•

    сироп -лся το σιρόπι έδεσε (πήχτωσε).

    2. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συνάζομαι.
    εκφρ.
    отмосфера -лась – η ατμόσφαιρα (κατάσταση) έγινε τεταμένη.

    Большой русско-греческий словарь > сгустить

  • 75 сколотить

    ρ.σ.μ.
    1. συνδέω• καρφώνω•

    сколотить половицы καρφώνω τα πατωσάνιδα.

    || φτιάχνω, σκαρώνω•

    сколотить из досок ящик φτιάνω κιβώτιο με σανίδια.

    2. μτφ. δημιουργώ• ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, οικονομώ, μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сколотить себе капиталец μαζεύω ένα μικρό κεφάλαιο.

    3. βγάζω χτυπώντας, αποσπώ, ξεκαρφώνω,
    1. συνδέομαι γερά• καρφώνομαι.
    2. μτφ. δημιουργούμαι, γίνομαι, φτιάχνομαι• σκαρώνομαι. || αποταμιεύομαι, οικονομούμαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι.
    3. αποσπώμαι με χτυπήματα• ξεκαρφώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сколотить

  • 76 скопить

    скоплю, скопишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скопленный, -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αποταμιεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω•

    скопить денег на покупку мотоцикла μαζεύω χρήματα για αγορά μοτοσικλέτας.

    μαζεύομαι, συγκεντρώνο-. μαι•

    много -лось работы μαζεύτηκε πολύ δουλειά.

    -плю, -пишь
    ρ.σ.μ. ευνουχίζω.
    ευνουχίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > скопить

  • 77 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 78 согнать

    сгоню, сгонишь, παρλθ. χρ. согнанный, βρ: -гнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. διώχνω, εκδιώκω•

    согнать с квартиры διώχνω από το διαμέρισμα•

    согнать со двора διώχνω από την αυλή•

    согнать с работы διώχνω από τη δουλειά.

    || προγκίζω•

    согнать муху διώχνω τη μύγα.

    2. εξαλείφω, απαλείφω• βγάζω•

    согнать веснушки εξαλείφω τις πανάδες.

    || εξαφανίζω.
    3. κατευθύνω, στέλλω με το ρεύμα του ποταμού.
    4. συγκεντρώνω, σαλαγώ•

    согнать стадо на опушку μαζεύω το κοπάδι στο ξέφωτο (δάσους).

    εκφρ.
    согнать вес – ελαττώνω το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > согнать

  • 79 столпить

    плю, -пишь
    ρ.σ.μ.
    συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω.
    συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > столпить

  • 80 стянуть

    стяну, стянешь, παθ. μτχ. стянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω-стянуть пояс σφίγγω τη ζώνη•

    стянуть ремень σφίγγω το λω-ρί.

    || τεντώνω.
    2. συσφίγγω με•

    стянуть ремнм συσφίγγω με λωρί•

    стянуть болтами συσφίγγω με μπουλόνια.

    3. συνδέω, ενώνω τεντώνοντας•

    стянуть концы оборванного провода τεντώνοντας συνδέω τις άκρες του κομμένου καλωδίου.

    || μαζεύω, συμπτύσσω, κάνω σούρα•

    стянуть шов при строчке μαζεύω τη ραφή κατά το γάζωμα.

    || απρόσ. σουφρώνω•

    стянуть губы σουφρώνω τα χείλη.

    || απρόσ. τεντώνω (από σπασμό)•

    -ло ногу τέντωσε το πόδι.

    4. συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω•

    штаб -ул сюда главные силы το επιτελείο τράβηξε εδώ τις κύριες δυνάμεις.

    5. παίρνω, αφαιρώ τραβώντας•

    стянуть одеяло τραβώ το πάπλωμα-- скатерть со стола παίρνω τραβώντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.

    || βγάζω τραβώντας•

    стянуть перчатку βγάζω το γάντι•

    стянуть сапоги βγάζω τις μπότες.

    6. (απλ.) παίρνω ζητώ χρηματικό ποσό•

    сколько с него за лошадь -ли? πόσο του ζήτησαν για το άλογο;

    7. κλέβω.
    1. σφίγγομαι• τεντώνω, -ομαι, δένομαι, γερά. || ενώνομαι, συνδέομαι.
    2. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι.
    3. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стянуть

См. также в других словарях:

  • συγκεντρώνω — συγκεντρώνω, συγκέντρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκεντρώνω — Ν 1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω») 2. συσσωρεύω, σωριάζω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αφοσιώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • συγκεντρώνω — συγκέντρωσα, συγκεντρώθηκα, συγκεντρωμένος 1. συναθροίζω, μαζεύω: Συγκέντρωσε όλους τους υπαλλήλους του υπουργείου για να τους δώσει οδηγίες. – Συγκέντρωσε όλες του τις προσπάθειες στην πραγματοποίηση του σκοπού του. 2. «Συγκεντρώνω τις σκέψεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικομαζώνω — συγκεντρώνω πλούτη με αδικίες και παρανομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + μαζώνω. ΠΑΡ. αδικομάζωμα, αδικομάζωτος] …   Dictionary of Greek

  • ανεμομαζώνω — συγκεντρώνω κέρδη με ανήθικα μέσα …   Dictionary of Greek

  • αποσυνάζω — συγκεντρώνω, συναθροίζω …   Dictionary of Greek

  • κωδικοποιώ — συγκεντρώνω συστηματικά και μεθοδικά κανόνες δικαίου, νόμους κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»