-
21 группирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > группирование
-
22 концентрировать
1. (собирать, сосредоточивать) συγκεντρώνω 2. хим. (συμ)πυκνώνω 3. горн. εμπλουτίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентрировать
-
23 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
24 подбирать
1. (собирать, поднимая) μαζεύω (σηκώνοντας), περισυλλέγω 2. (выбирать по каким-л. признакам) διαλέγω, επιλέγω, συλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подбирать
-
25 сосредоточенность
η συγκέντρωση, η προσήλωση, - ивать συγκεντρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сосредоточенность
-
26 фиксировать
1. (отмечать, записывать, регистрировать) σημειώνω, εγγράφω 2. (уста-навливать, определять) καθορίζω, προσδιορίζω 3. (закреплять что-л. в определённом положении) στερεώνω 4 (сосредоточивать, устремлять) συγκεντρώνω, προσηλώνω 5. (усваивать) биол. αφομοιώνω 6. (фото) στερεώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиксировать
-
27 фокусировать
1. физ. (собирать, соединять в фокус) εστιάζω, συγκεντρώνω σε εστία 2 (физ., фото) (находить фокус) βρίσκω την εστία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фокусировать
-
28 централизация
η συγκέντρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > централизация
-
29 вбирать
вбиратьнесов1. (ἀπορ)ροφῶ, ρου<ρῶ (жидкость)/ είσπνέω (воздух);2. перен συγκεντρώνω, μαζεύω. -
30 группировать
гру́пп||ироватьнесов συγκεντρώνω, συναθροίζω, συγκροτώ, κατατάσσω. -
31 данные
да́нны||емн. (ед. данное с)1. (сведения) τά δεδομένα, τά στοιχεία, τά δοσμένα, οἱ πληροφορίες:цифровые \данные οἱ ἀριθμοί· по последним \данныем σύμφωνα μέ τά τελευταία στοιχεία· \данные разведки воен. οἱ πληροφορίες·2. (задатки) τά χαρίσματα, τά προσόντα:голосовые \данные τά φωνητικά χαρίσματα· иметь все \данные συγκεντρώνω ὅλα τά προσόντα. -
32 массировать
массировать Iнесов (делать массаж) κάνω μασσάζ.массировать IIвоен. сов и несов συγκεντρώνω δυνάμεις. -
33 накапливать
накапливатьнесов συσσωρεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω. -
34 собираться
собира||ться1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι·2. (готовиться) ἐτοιμάζομαι:он \собиратьсяется уехать ἐτοιμάζεται νά ἀναχωρήσει· ◊ \собиратьсяться с мыслями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι, τακτοποιώ τίς σκέψεις μου· \собиратьсяться с силами συγκεντρώνω τίς δυνάμεις μου. -
35 сосредоточивать
сосредоточиватьнесов, сосредоточить сов συγκεντρώνω, συγκεντρώ/ προσηλώνω (тк. мысли, внимание). -
36 стягивать
стягиватьнесов1. (συ)σφίγγω·2. (войска) συγκεντρώνω, συναθροίζω·3. (стаскивать) τραβώ:\стягивать одеяло τραβώ τήν κουβέρτα. -
37 централизовать
централизоватьсов и несов συγκεντρώνω, συγκεντροποιώ. -
38 концентрировать
[καντσυντρίραβατ'] ρ. συγκεντρώνω -
39 копить
[καπίτ*] ρ. μαζεύω, συγκεντρώνω -
40 массировать
[μασσίραβατ-] ρ. (στρατ.) συγκεντρώνω δυνάμεις
См. также в других словарях:
συγκεντρώνω — συγκεντρώνω, συγκέντρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκεντρώνω — Ν 1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω») 2. συσσωρεύω, σωριάζω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αφοσιώνομαι… … Dictionary of Greek
συγκεντρώνω — συγκέντρωσα, συγκεντρώθηκα, συγκεντρωμένος 1. συναθροίζω, μαζεύω: Συγκέντρωσε όλους τους υπαλλήλους του υπουργείου για να τους δώσει οδηγίες. – Συγκέντρωσε όλες του τις προσπάθειες στην πραγματοποίηση του σκοπού του. 2. «Συγκεντρώνω τις σκέψεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικομαζώνω — συγκεντρώνω πλούτη με αδικίες και παρανομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + μαζώνω. ΠΑΡ. αδικομάζωμα, αδικομάζωτος] … Dictionary of Greek
ανεμομαζώνω — συγκεντρώνω κέρδη με ανήθικα μέσα … Dictionary of Greek
αποσυνάζω — συγκεντρώνω, συναθροίζω … Dictionary of Greek
κωδικοποιώ — συγκεντρώνω συστηματικά και μεθοδικά κανόνες δικαίου, νόμους κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… … Dictionary of Greek
συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα … Dictionary of Greek