Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συγκεντρώνω

  • 1 συγκεντρώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) сосредоточивать, концентрировать (тж. перен.); группировать; собирать, накапливать (тж. перен.); массировать (воен.);

    συγκεντρώνω δυνάμεις — сосредоточивать, накапливать силы; — собираться с силами;

    συγκεντρώνω γραμματόσημα — собирать марки;

    συγκεντρώνω τα απαιτούμενα στοιχεία — собирать необходимые данные;

    συγκεντρώνω τίς σκέψεις (ιδέες) μου — сосредоточить свои мысли;

    συγκεντρώνω την προσοχή (τίς προσπάθειες) μου — сосредоточить своё внимание (свои усилия);

    συγκεντρώνω όλα τα προσόντα — обладать всеми достоинствами;

    συγκεντρώνω την προσοχή ολωνών — привлекать всеобщее внимание;

    2) собирать, созывать;

    συγκεντρώνω τούς μαθητές — собрать учеников;

    3) централизовать, объединять;

    συγκεντρώνομαι [-ούμαι]

    1) — сосредоточиваться, концентрироваться (тж. перен.); — группироваться, собираться, накапливаться (тж. перен.); — массироваться (воен.);

    2) перен. сосредоточиваться, собираться с мыслями;

    προσπάθησε να συγκεντρωθείς — постарайся сосредоточиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγκεντρώνω

  • 2 συγκεντρώνω

    [сингэндроно] ρ сосредоточивать, концентрировать, объединять, централизовать.

    Эллино-русский словарь > συγκεντρώνω

  • 3 πληροφορία

    η информация, сведения; данные; известие; сообщение; справка;

    ακριβής ( — или ασφαλής) πληροφορία — точная информация;

    θετικές ( — или έγκυρες) πληροφορίαίες — достоверные сведения;

    γραφείο πληροφορίαιών — информационное бюро; — справочное бюро;

    μαζεύω ( — или συγκεντρώνω) πληροφορίαίες — собирать сведения; — наводить справки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πληροφορία

См. также в других словарях:

  • συγκεντρώνω — συγκεντρώνω, συγκέντρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκεντρώνω — Ν 1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω») 2. συσσωρεύω, σωριάζω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αφοσιώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • συγκεντρώνω — συγκέντρωσα, συγκεντρώθηκα, συγκεντρωμένος 1. συναθροίζω, μαζεύω: Συγκέντρωσε όλους τους υπαλλήλους του υπουργείου για να τους δώσει οδηγίες. – Συγκέντρωσε όλες του τις προσπάθειες στην πραγματοποίηση του σκοπού του. 2. «Συγκεντρώνω τις σκέψεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικομαζώνω — συγκεντρώνω πλούτη με αδικίες και παρανομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + μαζώνω. ΠΑΡ. αδικομάζωμα, αδικομάζωτος] …   Dictionary of Greek

  • ανεμομαζώνω — συγκεντρώνω κέρδη με ανήθικα μέσα …   Dictionary of Greek

  • αποσυνάζω — συγκεντρώνω, συναθροίζω …   Dictionary of Greek

  • κωδικοποιώ — συγκεντρώνω συστηματικά και μεθοδικά κανόνες δικαίου, νόμους κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»