Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συγκεντρώνομαι

  • 61 фиксировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. (γραπ. λόγος)• ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•

    конституция -рует права граждан το σύνταγμα καθορίζει τα δικαιώματα του πολίτη.

    || σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ•

    фиксировать все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες.

    2. προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω•

    фиксировать внимание προσηλώνω την προσοχή.

    3. στερεώνω.
    4. αφομοιώνω.
    1. ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι. || σημειώνομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι.
    2. προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι•

    внимание -лось на дальней точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό σημείο.

    || στερεώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > фиксировать

  • 62 фокусировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ. (για ακτίνες) συγκεντρώνω σε εστία. || καθαρίζω φωτογραφική εικόνα.
    1. συγκεντρώνομαι, συγκλίνω σε εστία.
    2. καθαρίζομαι (για φωτογραφική ε ικόνα).

    Большой русско-греческий словарь > фокусировать

  • 63 централизовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. централизованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ. συγκεντροποιώ• συγκεντρώνω•

    руководство συγκεντροποιώ την καθοδήγηση•

    централизовать управление συγκεντροποιώ τη διοίκηση.

    συγκεντρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > централизовать

См. также в других словарях:

  • συγκεντρώνομαι — συγκεντρώνομαι, συγκεντρώθηκα, συγκεντρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασυλλέγομαι — Α συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον ή μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συλλέγομαι «συγκεντρώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

  • απομαζώνω — (Μ ἀπομαζώνω) Ι. τελειώνω το μάζεμα II. ( ομαι) 1. συγκεντρώνομαι 2. μαζεύομαι στο σπίτι μου, συμμαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • αποστηρίζομαι — ἀποστηρίζομαι (Α) 1. στερεώνω σταθερά 2. στηρίζομαι σταθερά 3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι 2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ ένα σημείο …   Dictionary of Greek

  • εισκομίζω — (AM εἰσκομίζω) φέρνω μέσα, μεταφέρω στην πόλη νεοελλ. εισάγω από το εξωτερικό μσν. 1. καταθέτω 2. καταστρέφω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αρχ. 1. (για πρόσ.) οδηγώ μέσα 2. παθ. προμηθεύομαι 3. εισηγούμαι …   Dictionary of Greek

  • εισοδιάζω — και σοδιάζω 1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα 2. εισπράττω αρχ. μσν. παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο) μσν. κάνω προμήθειες …   Dictionary of Greek

  • εναγελάζομαι — ἐναγελάζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο σαν αγέλη, συνάγομαι, συναθροίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επαθροίζομαι — ἐπαθροίζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο όπου έχουν ήδη συγκεντρωθεί και άλλοι («τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»