Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συγκεντρώνομαι

  • 1 συγκεντρώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) сосредоточивать, концентрировать (тж. перен.); группировать; собирать, накапливать (тж. перен.); массировать (воен.);

    συγκεντρώνω δυνάμεις — сосредоточивать, накапливать силы; — собираться с силами;

    συγκεντρώνω γραμματόσημα — собирать марки;

    συγκεντρώνω τα απαιτούμενα στοιχεία — собирать необходимые данные;

    συγκεντρώνω τίς σκέψεις (ιδέες) μου — сосредоточить свои мысли;

    συγκεντρώνω την προσοχή (τίς προσπάθειες) μου — сосредоточить своё внимание (свои усилия);

    συγκεντρώνω όλα τα προσόντα — обладать всеми достоинствами;

    συγκεντρώνω την προσοχή ολωνών — привлекать всеобщее внимание;

    2) собирать, созывать;

    συγκεντρώνω τούς μαθητές — собрать учеников;

    3) централизовать, объединять;

    συγκεντρώνομαι [-ούμαι]

    1) — сосредоточиваться, концентрироваться (тж. перен.); — группироваться, собираться, накапливаться (тж. перен.); — массироваться (воен.);

    2) перен. сосредоточиваться, собираться с мыслями;

    προσπάθησε να συγκεντρωθείς — постарайся сосредоточиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγκεντρώνω

См. также в других словарях:

  • συγκεντρώνομαι — συγκεντρώνομαι, συγκεντρώθηκα, συγκεντρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασυλλέγομαι — Α συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον ή μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συλλέγομαι «συγκεντρώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

  • απομαζώνω — (Μ ἀπομαζώνω) Ι. τελειώνω το μάζεμα II. ( ομαι) 1. συγκεντρώνομαι 2. μαζεύομαι στο σπίτι μου, συμμαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • αποστηρίζομαι — ἀποστηρίζομαι (Α) 1. στερεώνω σταθερά 2. στηρίζομαι σταθερά 3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι 2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ ένα σημείο …   Dictionary of Greek

  • εισκομίζω — (AM εἰσκομίζω) φέρνω μέσα, μεταφέρω στην πόλη νεοελλ. εισάγω από το εξωτερικό μσν. 1. καταθέτω 2. καταστρέφω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αρχ. 1. (για πρόσ.) οδηγώ μέσα 2. παθ. προμηθεύομαι 3. εισηγούμαι …   Dictionary of Greek

  • εισοδιάζω — και σοδιάζω 1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα 2. εισπράττω αρχ. μσν. παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο) μσν. κάνω προμήθειες …   Dictionary of Greek

  • εναγελάζομαι — ἐναγελάζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο σαν αγέλη, συνάγομαι, συναθροίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επαθροίζομαι — ἐπαθροίζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο όπου έχουν ήδη συγκεντρωθεί και άλλοι («τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»