-
1 συγκεκομμένος
συγκόπτωchop up: perf part mp masc nom sg -
2 συγκόπτω
A , etc.:— chop up, X.Cyr.6.4.3;χειμὼν.. συνέκοψε πάντα καὶ διέλυσε Hdt.7.34
:— [voice] Pass., to be broken up, IG7.303.53 ([place name] Oropus);συγκεκομμένα μέρη τοῦ σώματος BGU1857.10
(i B.C.): metaph.,πολλαὶ φιλίαι συνεκόπησαν Luc.Cal.1
.2 thrash soundly, τινας Lys.3.16, cf. Pl. l.c., X.Smp.8.6, Metag.9, D.21.57;ξύλοις τὰς κεφαλάς Duris 67J.
; of cocks fighting, v.l. in Aesop.22 (i p.68 Chambry):—[voice] Pass.,συγκεκομμένος E.Cyc. 228
, cf. X.Cyr.2.3.20;συγκεκόφθαι Ar.Nu. 1426
, etc.;συγκοπῆναι Hyp.Fr. 272a
Jensen.3 [voice] Med., beat oneself, lament, Sch.A.Ch.23.II cut short a sound or word (v.συγκοπή 1.2
, 11), D.H.Comp.16, EM299.28, etc.:—[voice] Pass.,τὸ -κεκόφθαι Phld.Po.Herc. 1676.9
.III wear out,τὸν μὲν ἀποπνίξας τάχιστα, τοῦ δὲ συγκόψας τὴν δύναμιν Gal.15.504
:—[voice] Pass., esp. in [tense] pf., to be worn out, suffer from συγκοπή (111), Thphr.Lass.2;συγκεκομμένοι τὰ πνεύματα D.H.5.44
;συγκεκ. ὑπὸ τῶν ἀγώνων Plu.Comp.Cim.Luc.3
, cf. Gal.9.291, 10.846, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκόπτω
См. также в других словарях:
συγκεκομμένος — συγκόπτω chop up perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρόμενος — ἀγρόμενος, ο (Α) συγκεκομμένος τύπος μετοχής τού ἀγείρω* … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
αδεξιμιός — ά, ό ο αναδεξιμιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού αναδεξιμιός] … Dictionary of Greek
αερόλυμα — ή αεροσόλ ή αεροζόλ Χημ. αιώρημα υπερμικροσκοπικών σταγονιδίων ή στερεών σωματιδίων μέσα σε ένα αέριο (συνήθως αέρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerosol, νόθο σύνθ. < aero (< αήρ, έρος) + sol (συγκεκομμένος τ. τού… … Dictionary of Greek
αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… … Dictionary of Greek
γούλας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 87 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. * * * και γκούλας και γκουλάς, το ουγγρικό φαγητό με κομμάτια βοδινού κρέατος, κρεμμύδια και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος (πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
θύλημα — και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία 2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα το θυμίαμα, τα πλακούντια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού θυήλημα < θυηλούμαι] … Dictionary of Greek
κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… … Dictionary of Greek