-
1 συγκατεργαζομαι
1) вместе совершать, сообща делать, помогать достичьἡμῖν συγκατείργασται τάδε Eur. — он участвовал в этом вместе с нами;
τῷ Κύρῳ τέν βασιληΐην συγκατεργασάμενος Her. — помогший Киру достичь царской власти;σ. τὸ πᾶν Thuc. — помогать в осуществлении всех планов, πολλὰ Φιλίππῳ συγκατεργασάμενος Plut. совершивший вместе с Филиппом много дел2) помогать, содействовать(τινι Her.)
3) помогать завоевать(τέν Ἰταλίαν Plut.)
-
2 συγκατεργάζομαι
A help or assist any one in achieving,τῷ Κύρῳ τὴν βασιληΐην Hdt.1.162
, cf. E.Or.33; τὸ πᾶν ξ. Th.1.132: c. dat. only, aid, assist, Hdt.2.154, 8.142.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκατεργάζομαι
-
3 συγκατεργάζομαι
συγ-κατ-εργάζομαι, mit, zugleich, zusammen vollbringen; beistehen; zugleich mit umbringen, töten -
4 συγκατεργάζεσθε
συγκατεργάζομαιhelp: pres imperat mp 2nd plσυγκατεργάζομαιhelp: pres ind mp 2nd plσυγκατεργάζομαιhelp: pres imperat mp 2nd pl (attic)συγκατεργάζομαιhelp: pres ind mp 2nd pl (attic)συγκατεργάζομαιhelp: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)συγκατεργάζομαιhelp: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
5 συγκατεργασαμένων
συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp fem gen plσυγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc /neut gen plσυγκατεργάζομαιhelp: aor part mp fem gen pl (attic)συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc /neut gen pl (attic) -
6 συγκατεργασομένων
συγκατεργάζομαιhelp: fut part mp fem gen plσυγκατεργάζομαιhelp: fut part mp masc /neut gen plσυγκατεργάζομαιhelp: fut part mp fem gen pl (attic)συγκατεργάζομαιhelp: fut part mp masc /neut gen pl (attic) -
7 συγκατεργασάμενον
συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc acc sgσυγκατεργάζομαιhelp: aor part mp neut nom /voc /acc sgσυγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc acc sg (attic)συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp neut nom /voc /acc sg (attic) -
8 συγκατεργασόμενον
συγκατεργάζομαιhelp: fut part mp masc acc sgσυγκατεργάζομαιhelp: fut part mp neut nom /voc /acc sgσυγκατεργάζομαιhelp: fut part mp masc acc sg (attic)συγκατεργάζομαιhelp: fut part mp neut nom /voc /acc sg (attic) -
9 συγκατεργάσεται
συγκατεργάζομαιhelp: aor subj mp 3rd sg (epic)συγκατεργάζομαιhelp: fut ind mp 3rd sgσυγκατεργάζομαιhelp: aor subj mp 3rd sg (attic epic)συγκατεργάζομαιhelp: fut ind mp 3rd sg (attic) -
10 ξυγκατεργάσεται
συγκατεργάζομαιhelp: aor subj mp 3rd sg (attic epic)συγκατεργάζομαιhelp: fut ind mp 3rd sg (attic) -
11 συγκατεργαζομένη
συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 συγκατεργαζομένην
συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
13 συγκατεργαζομένης
συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
14 συγκατεργαζόμενοι
συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp masc nom /voc plσυγκατεργάζομαιhelp: pres part mp masc nom /voc pl (attic) -
15 συγκατεργαζόμενος
συγκατεργάζομαιhelp: pres part mp masc nom sgσυγκατεργάζομαιhelp: pres part mp masc nom sg (attic) -
16 συγκατεργασαμένοισι
συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc /neut dat pl (attic epic ionic aeolic) -
17 συγκατεργασαμένους
συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc acc plσυγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc acc pl (attic) -
18 συγκατεργασάμενος
συγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc nom sgσυγκατεργάζομαιhelp: aor part mp masc nom sg (attic) -
19 συγκατεργασόμενος
συγκατεργάζομαιhelp: fut part mp masc nom sgσυγκατεργάζομαιhelp: fut part mp masc nom sg (attic) -
20 συγκατεργάζεσθαι
συγκατεργάζομαιhelp: pres inf mpσυγκατεργάζομαιhelp: pres inf mp (attic)
См. также в других словарях:
συγκατεργάζομαι — Α [κατεργάζομαι] 1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ 2. βοηθώ, συντρέχω 3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας 4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.) … Dictionary of Greek
συγκατεργάζεσθε — συγκατεργάζομαι help pres imperat mp 2nd pl συγκατεργάζομαι help pres ind mp 2nd pl συγκατεργάζομαι help pres imperat mp 2nd pl (attic) συγκατεργάζομαι help pres ind mp 2nd pl (attic) συγκατεργάζομαι help imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργασαμένων — συγκατεργάζομαι help aor part mp fem gen pl συγκατεργάζομαι help aor part mp masc/neut gen pl συγκατεργάζομαι help aor part mp fem gen pl (attic) συγκατεργάζομαι help aor part mp masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργασομένων — συγκατεργάζομαι help fut part mp fem gen pl συγκατεργάζομαι help fut part mp masc/neut gen pl συγκατεργάζομαι help fut part mp fem gen pl (attic) συγκατεργάζομαι help fut part mp masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργασάμενον — συγκατεργάζομαι help aor part mp masc acc sg συγκατεργάζομαι help aor part mp neut nom/voc/acc sg συγκατεργάζομαι help aor part mp masc acc sg (attic) συγκατεργάζομαι help aor part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργασόμενον — συγκατεργάζομαι help fut part mp masc acc sg συγκατεργάζομαι help fut part mp neut nom/voc/acc sg συγκατεργάζομαι help fut part mp masc acc sg (attic) συγκατεργάζομαι help fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργάσεται — συγκατεργάζομαι help aor subj mp 3rd sg (epic) συγκατεργάζομαι help fut ind mp 3rd sg συγκατεργάζομαι help aor subj mp 3rd sg (attic epic) συγκατεργάζομαι help fut ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκατεργάσεται — συγκατεργάζομαι help aor subj mp 3rd sg (attic epic) συγκατεργάζομαι help fut ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργαζομένη — συγκατεργάζομαι help pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) συγκατεργάζομαι help pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργαζομένην — συγκατεργάζομαι help pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) συγκατεργάζομαι help pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεργαζομένης — συγκατεργάζομαι help pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) συγκατεργάζομαι help pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)