Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συγκατεργάζομαι

См. также в других словарях:

  • συγκατεργάζομαι — Α [κατεργάζομαι] 1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ 2. βοηθώ, συντρέχω 3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας 4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • συγκατεργάζεσθε — συγκατεργάζομαι help pres imperat mp 2nd pl συγκατεργάζομαι help pres ind mp 2nd pl συγκατεργάζομαι help pres imperat mp 2nd pl (attic) συγκατεργάζομαι help pres ind mp 2nd pl (attic) συγκατεργάζομαι help imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργασαμένων — συγκατεργάζομαι help aor part mp fem gen pl συγκατεργάζομαι help aor part mp masc/neut gen pl συγκατεργάζομαι help aor part mp fem gen pl (attic) συγκατεργάζομαι help aor part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργασομένων — συγκατεργάζομαι help fut part mp fem gen pl συγκατεργάζομαι help fut part mp masc/neut gen pl συγκατεργάζομαι help fut part mp fem gen pl (attic) συγκατεργάζομαι help fut part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργασάμενον — συγκατεργάζομαι help aor part mp masc acc sg συγκατεργάζομαι help aor part mp neut nom/voc/acc sg συγκατεργάζομαι help aor part mp masc acc sg (attic) συγκατεργάζομαι help aor part mp neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργασόμενον — συγκατεργάζομαι help fut part mp masc acc sg συγκατεργάζομαι help fut part mp neut nom/voc/acc sg συγκατεργάζομαι help fut part mp masc acc sg (attic) συγκατεργάζομαι help fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργάσεται — συγκατεργάζομαι help aor subj mp 3rd sg (epic) συγκατεργάζομαι help fut ind mp 3rd sg συγκατεργάζομαι help aor subj mp 3rd sg (attic epic) συγκατεργάζομαι help fut ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκατεργάσεται — συγκατεργάζομαι help aor subj mp 3rd sg (attic epic) συγκατεργάζομαι help fut ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργαζομένη — συγκατεργάζομαι help pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) συγκατεργάζομαι help pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργαζομένην — συγκατεργάζομαι help pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) συγκατεργάζομαι help pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεργαζομένης — συγκατεργάζομαι help pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) συγκατεργάζομαι help pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»