-
1 συγκαταιθω
-
2 συγκαταίθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαταίθω
-
3 συγκαταίθω
-
4 συγκατήθομεν
-
5 συγκατῄθομεν
См. также в других словарях:
συγκαταίθω — Α κατακαίω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταίθω «κατακαίω, ανάβω»] … Dictionary of Greek
συγκατῄθομεν — συγκαταίθω burn together imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)