1 συγκαταζαω
φανερῶς σ. τινι Plut. — жить с кем-л. в законном браке;
Древнегреческо-русский словарь > συγκαταζαω
2 συγκαταζάω
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > συγκαταζάω