-
1 συγκαλλύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαλλύνω
-
2 συγκαλλύνοντες
συγκαλλύ̱νοντες, συγκαλλύνωsweep up together: pres part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
συγκαλλύνω — Α σαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλλύνω «ευτρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω» (< κάλλος, τὸ)] … Dictionary of Greek
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek
συγκαλλύνοντες — συγκαλλύ̱νοντες , συγκαλλύνω sweep up together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)