См. также в других словарях:
συγκέλλω — Α μαζεύω κάτι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κέλλω «κινώ, προχωρώ»] … Dictionary of Greek
κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… … Dictionary of Greek