-
1 συγγυμνασία
συγγυμνασίᾱ, συγγυμνασίαcommon exercise: fem nom /voc /acc dualσυγγυμνασίᾱ, συγγυμνασίαcommon exercise: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συγγυμνασίᾱͅ, συγγυμνασίαcommon exercise: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συγγυμνασια
-
3 συγγυμνασίᾳ
Βλ. λ. συγγυμνασία -
4 συγγυμνασία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 8,18shared training, training together; neol. -
5 συγγυμνασία
συγγυμν-ᾰσία, ἡ,A common exercise,τῶν αἰσθήσεων Placit.4.2.8
, cf. LXX Wi.8.18; strain of copulation, Zeno Stoic.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγυμνασία
-
6 συγγυμνασία
συγ-γυμνασία, ἡ, gemeinschaftliche Übung -
7 συγγυμνασίας
συγγυμνασίᾱς, συγγυμνασίαcommon exercise: fem acc plσυγγυμνασίᾱς, συγγυμνασίαcommon exercise: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 συγγυμνασίαν
συγγυμνασίᾱν, συγγυμνασίαcommon exercise: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 συγγυμνασίαις
συγγυμνασίαcommon exercise: fem dat pl -
10 σχολικός
Aσχολή 11
) scholastic,ὑπομνήματα Ath.3.83b
;παράδοσις Heliod.
ap. Orib.49.8.1; academic,σ. συγγυμνασία A.D.Conj. 213.2
; σ. πλάσματα school compositions, D.Chr.18.18; σ. ἀγνόημα an error of the ([place name] Aristarchean) school, Sch.Il.2.111; σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν, more like lectures than a handbook, D.H. Comp.22. Adv. - κῶς after the manner of the schools, S.E.M.8.13.2 long-winded, tedious, Longin.3.5, 10.7.II σχολικά, τά, = causae summatim excerptae, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχολικός
См. также в других словарях:
συγγυμνασία — συγγυμνασίᾱ , συγγυμνασία common exercise fem nom/voc/acc dual συγγυμνασίᾱ , συγγυμνασία common exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασίᾳ — συγγυμνασίᾱͅ , συγγυμνασία common exercise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασία — ἡ, Α [συγγυμνάζω] 1. η από κοινού, η συνολική άσκηση («συγγυμνασίαν αἰσθήσεων», Πλούτ.) 2. εκγύμναση, εξάσκηση 3. εξαναγκασμός σε συνουσία … Dictionary of Greek
συγγυμνασίας — συγγυμνασίᾱς , συγγυμνασία common exercise fem acc pl συγγυμνασίᾱς , συγγυμνασία common exercise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασίαν — συγγυμνασίᾱν , συγγυμνασία common exercise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγυμνασίαις — συγγυμνασία common exercise fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek