-
1 συγγειτων
См. также в других словарях:
συγγείτων — bordering masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. γειτονικός 2. ως ουσ. γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γείτων, ονος) … Dictionary of Greek
συγγείτον' — συγγείτονα , συγγείτων bordering masc/fem acc sg συγγείτονι , συγγείτων bordering masc/fem dat sg συγγείτονε , συγγείτων bordering masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
συγγείτνιος — ον, Α συγγείτων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γείτνιος «γειτονικός»] … Dictionary of Greek