-
1 στῦλος
στῦλος, ὁ, wie στήλη, die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῠλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῠλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 ( App. 220); στρογγύλος, runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt στόλος hinweis't.]
-
2 στῦλος
στῦλος, ὁ, wie στήλη, die Säule, der Pfeiler; στρογγύλος, runder Pfahl. Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen -
3 πρό-στυλος
πρό-στυλος, vorn mit Säulen versehen, Vitruv. 3, 1.
-
4 πυκνό-στυλος
πυκνό-στυλος, mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen, Vitruv. 3, 2.
-
5 περί-στῡλος
περί-στῡλος, mit Säulen außerhalb der Mauer oder mit einer Gallerie umgeben; αὐλή, Her. 2, 148. 153; δόμοι, Eur. Andr. 1100; vgl. Poll. 1, 78; subst., D. Sic. 1, 48.
-
6 πολύ-στυλος
πολύ-στυλος, mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.
-
7 σύ-στῡλος
-
8 τετρά-στῡλος
τετρά-στῡλος, viersäulig, Sp.
-
9 εὔ-στυλος
-
10 δεκά-στῡλος
δεκά-στῡλος, von zehn Säulen, Vitruv. 3, 2, 8.
-
11 ἀραιό-στῡλος
ἀραιό-στῡλος, mit weit aus einander stehenden Säulen, mit weiten Intercolumnien, Vitruv.
-
12 ὀκτά-στῡλος
ὀκτά-στῡλος, mit acht Säulen, Vitruv.
-
13 ἄ-στῡλος
ἄ-στῡλος, οἶκος, ohne Säulen, Leon. Tar. 64 (VII, 648); auch ἀ-στύλωτος, VLL.
-
14 ὑπό-στῡλος
ὑπό-στῡλος, auf darunter gelegten Säulen ruhend, – τὸ ὑπόστυλον, ein bedeckter Säulengang, Säulenhalle, Sp., wie D. Sic. u. Philo.
-
15 ἑξά-στῡλος
ἑξά-στῡλος, mit sechs Säulen, Vitruv. 3, 1.
-
16 ποδ-ήρης
ποδ-ήρης, ες, bis auf die Füße reichend, sie berührend; πέπλοι ποδήρεις, Eur. Bacch. 831; χιτών, Xen. Cyr. 6, 4, 2; auch ἀσπίς, 6, 2, 10; Folgde; auch πώγων, Plut. ad. et am. discr. 9. – Bei Aesch. ist στύλος ποδήρης ὑψηλῆς στέγης ein hoher Pfeiler, Ag. 872, u. τὰ ποδήρη, neben χερῶν ἄκρους κτένας, ib. 1576, sind die Füße selbst. – Nach Hesych auch ein Schiff, das Ruder statt der Füße hat.
-
17 στρογγύλος
στρογγύλος, rund, abgerundet, zugerundet; λοφεῖον, Ar. Nubb. 741; χάλαζαι, 1111; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; Ggstz bei Linien εὐϑύς, Menon 74 d; übertr., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται, Phaedr. 234 e; στύλος, Pol. 1, 22, 4 u. A.; πλοῖα, runde od. Kauffahrteischiffe, im Ggstz zu den länglichen, spitzgeschnäbelten Kriegsschiffen, Thuc. 2, 97; Dem. Lpt. 162, ἱστία, volle, geschwellte, aufgeblasene Segel, App. B. C. 4, 86; – von Füßen der Pferde und Hunde, Xen., z. B. Cyn. 4, 1; – von einer Flasche, En. ad. 77 (V, 135); – στρογγύλα ῥήματα, Ar. Ach. 656, vom Schol. πιϑανά u. πανοῠργα erklärt, gedrungene Rede, wohl abgerundet, so στόμα στρογγύλον, Ar. tr. 397, das os rotundum des Horat., ein runder Mund, der Alles in der vollkommensten Art vorträgt, dah. στρογγύλοι καὶ βραχυλόγοι vrbdn, Plut., de garrul. 17, u. στρογγύλη λέξις, der wohlgerundete, wohlausgearbeitete Ausdruck; – στρογγύλως ἐκφέρειν, nett u. knapp ausdrücken; aber στρογγύλως βιοῠν ist = knapp u. eingeschränkt leben, Plut. sept. sap. conv. 14.
-
18 στῡλόω
στῡλόω, mit Säulen stützen, ζωὴν στυλώσασϑαι, seinem Leben durch Kinder eine Stütze geben, Leon. Tar. 64 (VII, 648). Vgl. στῠλος.
-
19 στῡλίς
-
20 στῡλίσκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στῦλος — pillar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
στύλος — ο 1. κολόνα: Η ΔΕΗ τοποθέτησε τους στύλους για την ηλεκτροδότηση του χωριού μας. 2. μέρος του άνθους. 3. μτφ., στήριγμα: Ο πατέρας είναι ο στύλος του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στῦλοι — στῦλος pillar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῦλον — στῦλος pillar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτόστυλος — η, ο αυτός που έχει κυρτούς στύλους («κυρτόστυλος ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + στύλος (πρβλ. ορθό στυλος, περί στυλος)] … Dictionary of Greek
μακρόστυλος — η, ο 1. (για ναό) αυτός που έχει στύλους τοποθετημένους σε σχετικά αραιά διαστήματα μεταξύ τους 2. αυτός που έχει μακρείς, μεγάλου μήκους στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στύλος (πρβλ. τετρά στυλος, περί στυλος)] … Dictionary of Greek
στυλίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος νεοελλ. ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων μσν. ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη αρχ. 1. βακτηρία, ράβδος 2. τμήμα … Dictionary of Greek
σύστυλος — η, ο / σύστυλος, ον, ΝΑ πυκνόστυλος νεοελλ. αρχαιολ. α) (για κτίσμα) αυτός τού οποίου το μεταξύ δύο διαδοχικών κιόνων διάστημα ήταν διπλάσιο τού πλάτους τού τριγλύφου, προκειμένου για τον δωρικό ρυθμό, ή διπλάσιο τής κατώτατης διαμέτρου τού κίονα … Dictionary of Greek
Estilete — Estiletes modernos, usados con pantallas táctiles en dispositivos electrónicos tales como la Nintendo DS y las PDAs … Wikipedia Español
Форма креста Иисуса Христа — Эта статья о различных взглядах на форму орудия казни, которое использовалось для распятия Иисуса Христа. О реликвии смотрите Животворящий Крест. Форма креста Иисуса Христа дискуссионный вопрос для ряда светских историков и филологов, а… … Википедия