-
1 στυλίς
στῡλίς, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem nom sg -
2 στυλίς
Aστῦλος 1
, IG12.313.95, OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Ph.Bel.74.8, D.H.3.21: pecul. acc.στυλλεῖδαν CIG 3293
([place name] Smyrna). -
3 στυλίδα
στῡλίδα, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem acc sg -
4 στυλίδες
στῡλίδες, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem nom /voc pl -
5 στυλίδι
στῡλίδι, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem dat sg -
6 στυλίδος
στῡλίδος, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem gen sg -
7 στυλίδων
στῡλίδων, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem gen pl -
8 στυλίσι
στῡλίσι, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem dat pl -
9 στυλίσιν
στῡλίσιν, στυλίςmast to carry a flag at the stern: fem dat pl -
10 γωνιαῖος
II angular, γ. ῥῆμα, i. e. hard to pronounce, Pl.Com.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιαῖος
-
11 στυλίσκος
II = στυλίς 11, Eust.1039.38.III small stanchion, Hero Bel.88.1; also, small pillar on which to mount an astronomical instrument, Procl.Hyp.3.19: dub. sens. in IG11 (2).161 B101 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίσκος
См. также в других словарях:
στυλίς — στῡλίς , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστυλίς — ἐπιστυλίς, ἡ (Α) [στυλίς] επιστύλιο … Dictionary of Greek
στυλίδα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (4.993 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (36 τ. χλμ., 5.088 κάτ.), στον οποίον ανήκουν και τα χωριά Πεταράδες (26 κάτ.) και Μελίσσια (69 κάτ.). Ο παράλιος… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek
ՍԻՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Early classical գ. στύλος columna. կամ ըստ հայումս՝ κιονίσκος, κιονίς, στυλίσκος, στυλίς columella. Սիւն փոքրիկ. ... տես. Ել. ՟Ի՟Զ. 16 = 18: ՟Լ՟Է. 11: *Որպիսի սիւնակք, կամ որպիսի ապարումք. Ոսկ. ես.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
στυλίδα — στῡλίδα , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίδες — στῡλίδες , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίδι — στῡλίδι , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίδος — στῡλίδος , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίδων — στῡλίδων , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίσι — στῡλίσι , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)