Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

στῡλόω

См. также в других словарях:

  • διεστυλωμένον — διεστῡλωμένον , διά στυλόω prop perf part mp masc acc sg διεστῡλωμένον , διά στυλόω prop perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύλου — στύ̱λου , στῦλος pillar masc gen sg στύ̱λου , στυλόω prop pres imperat act 2nd sg στύ̱λου , στυλόω prop imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύλων — στύ̱λων , στῦλος pillar masc gen pl στύ̱λων , στυλόω prop imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στύ̱λων , στυλόω prop imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστυλωκέναι — διεστῡλωκέναι , διά στυλόω prop perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστύλωσαν — διά , εἰσ τυλόω make knobby aor ind act 3rd pl (homeric ionic) διεστύ̱λωσαν , διά στυλόω prop aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστύλωτο — διεστύ̱λωτο , διά στυλόω prop plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλοῦται — στῡλοῦται , στυλόω prop pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλωθέν — στῡλωθέν , στυλόω prop aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλώσαιτο — στῡλώσαιτο , στυλόω prop aor opt mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύλους — στύ̱λους , στῦλος pillar masc acc pl στύ̱λους , στυλόω prop imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεστύλωτο — ἀνεστύ̱λωτο , ἀνά στυλόω prop plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»