-
1 στῡλο-πινάκιον
στῡλο-πινάκιον, τό, Säule mit Bildnissen, Titul. Anthol. lib. III, ἐπ ιγράμματα, ἃ εἰς τὰ στυλοπινάκια ἐγέγραπτο.
-
2 στυλοπινάκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλοπινάκιον
-
3 στῡλοπινάκιον
στῡλο-πινάκιον, τό, Säule mit Bildnissen -
4 στυλοπινακιον
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский