-
1 στυγητος
-
2 στυγητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στυγητός
-
3 στυγητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στυγητός
-
4 4767
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4767
См. также в других словарях:
στυγητός — hated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητός — ή, όν, Α [στυγῶ] μισητός, στυγερός … Dictionary of Greek
στυγητόν — στυγητός hated masc/fem acc sg στυγητός hated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητοῖς — στυγητός hated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητοί — στυγητός hated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητοῦ — στυγητός hated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητούς — στυγητός hated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητά — στυγητός hated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητέ — στυγητός hated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητῶν — στυγητός hated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητῷ — στυγητός hated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)