-
61 ἐξίστη
ἐξί̱στη, ἐξίστημιdisplace: imperf ind act 3rd sgἐξίστημιdisplace: pres imperat act 2nd sgἐξίστημιdisplace: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐξιστάωpres imperat act 2nd sg (doric)ἐξιστάωpres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
62 επανίστη
ἐπανί̱στη, ἐπανίστημιset up again: imperf ind act 3rd sg (ionic)ἐπανίστημιset up again: pres imperat act 2nd sg (ionic)ἐπανίστημιset up again: imperf ind act 3rd sg (ionic) -
63 ἐπανίστη
ἐπανί̱στη, ἐπανίστημιset up again: imperf ind act 3rd sg (ionic)ἐπανίστημιset up again: pres imperat act 2nd sg (ionic)ἐπανίστημιset up again: imperf ind act 3rd sg (ionic) -
64 επίστη
ἐπί̱στη, ἐφίστημιset: imperf ind act 3rd sg (ionic)ἐφίστημιset: pres imperat act 2nd sg (ionic)ἐφίστημιset: imperf ind act 3rd sg (ionic)ἐφίστημιset: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ἐπίσταμαιknow: pres subj mp 2nd sgἐπίσταμαιknow: pres ind mp 2nd sg (ionic) -
65 εφίστη
ἐφί̱στη, ἐφίστημιset: imperf ind act 3rd sgἐφίστημιset: pres imperat act 2nd sgἐφίστημιset: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐφιστάωpres imperat act 2nd sg (doric)ἐφιστάωpres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
66 ἐφίστη
ἐφί̱στη, ἐφίστημιset: imperf ind act 3rd sgἐφίστημιset: pres imperat act 2nd sgἐφίστημιset: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐφιστάωpres imperat act 2nd sg (doric)ἐφιστάωpres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
67 κατεξανίστη
κατεξανί̱στη, κατεξανίσταμαιrise up against: imperf ind act 3rd sg (ionic)κατεξανίσταμαιrise up against: pres imperat act 2nd sg (ionic)κατεξανίσταμαιrise up against: imperf ind act 3rd sg (ionic) -
68 κνήστη
κνή̱στη, κνῆστιςgrater: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
69 μεθίστη
μεθί̱στη, μεθίστημιplace in another way: imperf ind act 3rd sgμεθίστημιplace in another way: pres imperat act 2nd sgμεθίστημιplace in another way: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)μεθιστάωpres imperat act 2nd sg (doric)μεθιστάωpres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
70 μετανίστη
μετανί̱στη, μετανίστημιremove from his: imperf ind act 3rd sg (ionic)μετανίστημιremove from his: pres imperat act 2nd sg (ionic)μετανίστημιremove from his: imperf ind act 3rd sg (ionic) -
71 ξυγκαθίστη
ξυγκαθί̱στη, συγκαθίστημιjoin in bringing back: imperf ind act 3rd sgσυγκαθίστημιjoin in bringing back: pres imperat act 2nd sgσυγκαθίστημιjoin in bringing back: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
72 παρίστη
παρί̱στη, παρίστημιcause to stand: imperf ind act 3rd sgπαρίστημιcause to stand: pres imperat act 2nd sgπαρίστημιcause to stand: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)παριστάωpres imperat act 2nd sg (doric)παριστάωpres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
73 περιίστη
περϊί̱στη, περιίστημιplace round: imperf ind act 3rd sgπερϊίστη, περιίστημιplace round: pres imperat act 2nd sgπερϊίστη, περιίστημιplace round: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
74 πλείστηι
πλεί̱στῃ, πλεῖστοςmost: fem dat sg (attic epic ionic) -
75 προσκαθίστη
προσκαθί̱στη, προσκαθίστημιsupply: imperf ind act 3rd sgπροσκαθίστημιsupply: pres imperat act 2nd sgπροσκαθίστημιsupply: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
76 προσίστη
προσί̱στη, προσίστημιset against: imperf ind act 3rd sgπροσίστημιset against: pres imperat act 2nd sgπροσίστημιset against: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
77 στηθών
-
78 στηθῶν
-
79 συγκαθίστη
συγκαθί̱στη, συγκαθίστημιjoin in bringing back: imperf ind act 3rd sgσυγκαθίστημιjoin in bringing back: pres imperat act 2nd sgσυγκαθίστημιjoin in bringing back: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
80 συναφίστη
συναφί̱στη, συναφίστημιdraw into revolt together: imperf ind act 3rd sgσυναφίστημιdraw into revolt together: pres imperat act 2nd sgσυναφίστημιdraw into revolt together: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
στῆ — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῇ — ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek