Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στῆ+δ

  • 61 ἐξίστη

    ἐξί̱στη, ἐξίστημι
    displace: imperf ind act 3rd sg
    ἐξίστημι
    displace: pres imperat act 2nd sg
    ἐξίστημι
    displace: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἐξιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἐξιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐξίστη

  • 62 επανίστη

    ἐπανί̱στη, ἐπανίστημι
    set up again: imperf ind act 3rd sg (ionic)
    ἐπανίστημι
    set up again: pres imperat act 2nd sg (ionic)
    ἐπανίστημι
    set up again: imperf ind act 3rd sg (ionic)

    Morphologia Graeca > επανίστη

  • 63 ἐπανίστη

    ἐπανί̱στη, ἐπανίστημι
    set up again: imperf ind act 3rd sg (ionic)
    ἐπανίστημι
    set up again: pres imperat act 2nd sg (ionic)
    ἐπανίστημι
    set up again: imperf ind act 3rd sg (ionic)

    Morphologia Graeca > ἐπανίστη

  • 64 επίστη

    ἐπί̱στη, ἐφίστημι
    set: imperf ind act 3rd sg (ionic)
    ἐφίστημι
    set: pres imperat act 2nd sg (ionic)
    ἐφίστημι
    set: imperf ind act 3rd sg (ionic)
    ἐφίστημι
    set: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ——————
    ἐπίσταμαι
    know: pres subj mp 2nd sg
    ἐπίσταμαι
    know: pres ind mp 2nd sg (ionic)

    Morphologia Graeca > επίστη

  • 65 εφίστη

    ἐφί̱στη, ἐφίστημι
    set: imperf ind act 3rd sg
    ἐφίστημι
    set: pres imperat act 2nd sg
    ἐφίστημι
    set: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἐφιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἐφιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > εφίστη

  • 66 ἐφίστη

    ἐφί̱στη, ἐφίστημι
    set: imperf ind act 3rd sg
    ἐφίστημι
    set: pres imperat act 2nd sg
    ἐφίστημι
    set: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἐφιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἐφιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐφίστη

  • 67 κατεξανίστη

    κατεξανί̱στη, κατεξανίσταμαι
    rise up against: imperf ind act 3rd sg (ionic)
    κατεξανίσταμαι
    rise up against: pres imperat act 2nd sg (ionic)
    κατεξανίσταμαι
    rise up against: imperf ind act 3rd sg (ionic)

    Morphologia Graeca > κατεξανίστη

  • 68 κνήστη

    κνή̱στη, κνῆστις
    grater: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κνήστη

  • 69 μεθίστη

    μεθί̱στη, μεθίστημι
    place in another way: imperf ind act 3rd sg
    μεθίστημι
    place in another way: pres imperat act 2nd sg
    μεθίστημι
    place in another way: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    μεθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    μεθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > μεθίστη

  • 70 μετανίστη

    μετανί̱στη, μετανίστημι
    remove from his: imperf ind act 3rd sg (ionic)
    μετανίστημι
    remove from his: pres imperat act 2nd sg (ionic)
    μετανίστημι
    remove from his: imperf ind act 3rd sg (ionic)

    Morphologia Graeca > μετανίστη

  • 71 ξυγκαθίστη

    ξυγκαθί̱στη, συγκαθίστημι
    join in bringing back: imperf ind act 3rd sg
    συγκαθίστημι
    join in bringing back: pres imperat act 2nd sg
    συγκαθίστημι
    join in bringing back: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ξυγκαθίστη

  • 72 παρίστη

    παρί̱στη, παρίστημι
    cause to stand: imperf ind act 3rd sg
    παρίστημι
    cause to stand: pres imperat act 2nd sg
    παρίστημι
    cause to stand: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    παριστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    παριστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > παρίστη

  • 73 περιίστη

    περϊί̱στη, περιίστημι
    place round: imperf ind act 3rd sg
    περϊίστη, περιίστημι
    place round: pres imperat act 2nd sg
    περϊίστη, περιίστημι
    place round: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > περιίστη

  • 74 πλείστηι

    πλεί̱στῃ, πλεῖστος
    most: fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > πλείστηι

  • 75 προσκαθίστη

    προσκαθί̱στη, προσκαθίστημι
    supply: imperf ind act 3rd sg
    προσκαθίστημι
    supply: pres imperat act 2nd sg
    προσκαθίστημι
    supply: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > προσκαθίστη

  • 76 προσίστη

    προσί̱στη, προσίστημι
    set against: imperf ind act 3rd sg
    προσίστημι
    set against: pres imperat act 2nd sg
    προσίστημι
    set against: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > προσίστη

  • 77 στηθών

    στη̱θῶν, στῆθος
    breast: neut gen pl (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > στηθών

  • 78 στηθῶν

    στη̱θῶν, στῆθος
    breast: neut gen pl (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > στηθῶν

  • 79 συγκαθίστη

    συγκαθί̱στη, συγκαθίστημι
    join in bringing back: imperf ind act 3rd sg
    συγκαθίστημι
    join in bringing back: pres imperat act 2nd sg
    συγκαθίστημι
    join in bringing back: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > συγκαθίστη

  • 80 συναφίστη

    συναφί̱στη, συναφίστημι
    draw into revolt together: imperf ind act 3rd sg
    συναφίστημι
    draw into revolt together: pres imperat act 2nd sg
    συναφίστημι
    draw into revolt together: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > συναφίστη

См. также в других словарях:

  • στῆ — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῇ — ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»