Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στῆ+δ

  • 41 ἀνθίστη

    ἀνθί̱στη, ἀνθίστημι
    set against: imperf ind act 3rd sg
    ἀνθίστημι
    set against: pres imperat act 2nd sg
    ἀνθίστημι
    set against: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀ̱νθίστη, ἀνθιστάω
    imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀνθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἀ̱νθίστη, ἀνθιστάω
    imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
    ἀνθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀνθίστη

  • 42 αντικαθίστη

    ἀντικαθί̱στη, ἀντικαθίστημι
    replace: imperf ind act 3rd sg
    ἀντικαθίστημι
    replace: pres imperat act 2nd sg
    ἀντικαθίστημι
    replace: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > αντικαθίστη

  • 43 ἀντικαθίστη

    ἀντικαθί̱στη, ἀντικαθίστημι
    replace: imperf ind act 3rd sg
    ἀντικαθίστημι
    replace: pres imperat act 2nd sg
    ἀντικαθίστημι
    replace: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀντικαθίστη

  • 44 αντιμεθίστη

    ἀντιμεθί̱στη, ἀντιμεθίστημι
    move from one side to the other: imperf ind act 3rd sg
    ἀντιμεθίστημι
    move from one side to the other: pres imperat act 2nd sg
    ἀντιμεθίστημι
    move from one side to the other: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > αντιμεθίστη

  • 45 ἀντιμεθίστη

    ἀντιμεθί̱στη, ἀντιμεθίστημι
    move from one side to the other: imperf ind act 3rd sg
    ἀντιμεθίστημι
    move from one side to the other: pres imperat act 2nd sg
    ἀντιμεθίστημι
    move from one side to the other: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀντιμεθίστη

  • 46 ανίστη

    ἀνί̱στη, ἀνίστημι
    make to stand up: imperf ind act 3rd sg
    ἀνίστημι
    make to stand up: pres imperat act 2nd sg
    ἀνίστημι
    make to stand up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ανίστη

  • 47 ἀνίστη

    ἀνί̱στη, ἀνίστημι
    make to stand up: imperf ind act 3rd sg
    ἀνίστημι
    make to stand up: pres imperat act 2nd sg
    ἀνίστημι
    make to stand up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀνίστη

  • 48 αποκαθίστη

    ἀποκαθί̱στη, ἀποκαθίστημι
    re-establish: imperf ind act 3rd sg
    ἀποκαθίστημι
    re-establish: pres imperat act 2nd sg
    ἀποκαθίστημι
    re-establish: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀ̱ποκαθίστη, ἀποκαθιστάω
    imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀποκαθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἀ̱ποκαθίστη, ἀποκαθιστάω
    imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
    ἀποκαθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > αποκαθίστη

  • 49 ἀποκαθίστη

    ἀποκαθί̱στη, ἀποκαθίστημι
    re-establish: imperf ind act 3rd sg
    ἀποκαθίστημι
    re-establish: pres imperat act 2nd sg
    ἀποκαθίστημι
    re-establish: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀ̱ποκαθίστη, ἀποκαθιστάω
    imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀποκαθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἀ̱ποκαθίστη, ἀποκαθιστάω
    imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
    ἀποκαθιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀποκαθίστη

  • 50 αφίστη

    ἀφί̱στη, ἀφίστημι
    put away: imperf ind act 3rd sg
    ἀφίστημι
    put away: pres imperat act 2nd sg
    ἀφίστημι
    put away: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀ̱φίστη, ἀφιστάω
    renounce: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀφιστάω
    renounce: pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἀ̱φίστη, ἀφιστάω
    renounce: imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
    ἀφιστάω
    renounce: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > αφίστη

  • 51 ἀφίστη

    ἀφί̱στη, ἀφίστημι
    put away: imperf ind act 3rd sg
    ἀφίστημι
    put away: pres imperat act 2nd sg
    ἀφίστημι
    put away: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀ̱φίστη, ἀφιστάω
    renounce: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀφιστάω
    renounce: pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἀ̱φίστη, ἀφιστάω
    renounce: imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
    ἀφιστάω
    renounce: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀφίστη

  • 52 διανίστη

    διανί̱στη, διανίσταμαι
    imperf ind act 3rd sg
    διανίσταμαι
    pres imperat act 2nd sg
    διανίσταμαι
    imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > διανίστη

  • 53 διίστη

    διί̱στη, διίστημι
    set apart: imperf ind act 3rd sg
    διίστημι
    set apart: pres imperat act 2nd sg
    διίστημι
    set apart: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    διιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    διιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > διίστη

  • 54 εγκαθίστη

    ἐγκαθί̱στη, ἐγκαθίστημι
    place: imperf ind act 3rd sg
    ἐγκαθίστημι
    place: pres imperat act 2nd sg
    ἐγκαθίστημι
    place: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > εγκαθίστη

  • 55 ἐγκαθίστη

    ἐγκαθί̱στη, ἐγκαθίστημι
    place: imperf ind act 3rd sg
    ἐγκαθίστημι
    place: pres imperat act 2nd sg
    ἐγκαθίστημι
    place: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἐγκαθίστη

  • 56 ενίστη

    ἐνί̱στη, ἐνίστημι
    put: imperf ind act 3rd sg
    ἐνίστημι
    put: pres imperat act 2nd sg
    ἐνίστημι
    put: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἐνίστημι
    put: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ενίστη

  • 57 ἐνίστη

    ἐνί̱στη, ἐνίστημι
    put: imperf ind act 3rd sg
    ἐνίστημι
    put: pres imperat act 2nd sg
    ἐνίστημι
    put: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἐνίστημι
    put: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἐνίστη

  • 58 εξανίστη

    ἐξανί̱στη, ἐξανίστημι
    raise up: imperf ind act 3rd sg
    ἐξανίστημι
    raise up: pres imperat act 2nd sg
    ἐξανίστημι
    raise up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > εξανίστη

  • 59 ἐξανίστη

    ἐξανί̱στη, ἐξανίστημι
    raise up: imperf ind act 3rd sg
    ἐξανίστημι
    raise up: pres imperat act 2nd sg
    ἐξανίστημι
    raise up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἐξανίστη

  • 60 εξίστη

    ἐξί̱στη, ἐξίστημι
    displace: imperf ind act 3rd sg
    ἐξίστημι
    displace: pres imperat act 2nd sg
    ἐξίστημι
    displace: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἐξιστάω
    pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἐξιστάω
    pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > εξίστη

См. также в других словарях:

  • στῆ — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῇ — ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»