-
21 στήματος
στῆμαthe exterior part of the membrum virile: neut gen sg -
22 linostemus
līnostēmus u. līnostīmus, a, um (linum u. στημα = στήμων), mit leinenem Aufzuge (u. wollenem Einschlage), halbleinen, halbwollen, vestis linostema, Isid. orig. 19, 22, 17: vestis linostima, Augustin. c. Faust. 6, 9 u.a. Eccl.
-
23 αποστημα
- ατος τό1) дальность, расстояние(τοῦ ἡλίου πρὸς τέν γῆν Arst.)
2) разницаτοῖς ἀποστήμασι πρός τινα ἔχειν Arst. — во многом отличаться от кого-л.
3) нарыв, язва(ἰξίαι καὴ τὰ ἄλλα ἀποστήματα Arst.; перен., бран. ἀ. πόλεως Plut.)
-
24 διαστημα
- ατος τό1) расстояние, промежуток(συμπληροῦσθαι τὰ διαστήματα Plat.; τὸ τῶν ἄστρων δ. πρὸς τέν γῆν Arst.; τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων δ. Plut.)
2) протяжение, длина(τῶν γραμμῶν Arst.)
3) объем(ἀγγεῖον ἔχει δ. μέγα Arst.)
4) мат. измерение(ὅ τόπος ἔχει διαστήματα τρία Arst.)
5) промежуток времени(τετραετές Polyb.)
δ. ἥ πληγέ οὐκ ἔχουσα Plut. — непрерывно следующие друг за другом удары6) длительность(πᾶν ἀνθρωπίνου βίου δ. Plut.)
7) муз. интервал(τῆς φωνῆς Plat.; τονιαῖον Arst.)
8) лог. связь между субъектом и предикатом, т.е. посылка(δ. κατηγορικόν Arst.)
-
25 ενστημα
-
26 επιστημα
- ατος τό1) надгробная колонна, могильная плита Plat.2) эпистема ( украшение на носовой части корабля) Diod. -
27 καταστημα
- ατος τό1) состояние, свойство(τοῦ σώματος Plut.)
ὡσαύτως ἐν καταστήματι NT. — как подобает (их) состоянию;τὸ σύνηθες κ. Plut. — обычное состояние2) организация, устройство, конституция(Λακωνικόν Polyb.)
3) состояние погоды(θερινόν Plut.)
-
28 παραστημα
-
29 συστημα
- ατος τό1) сочетание, образование, организм(τὸ ζῷον καὴ τὸ σ. Arst.)
ἀριθμοῦ σ. Plat. — числовое сочетание2) сочинение, произведение(ἐποποιϊκόν Arst.)
3) устройство, организация(δημοκρατίας Polyb.)
4) объединение, федерация, союз(Ἀχαιῶν Polyb.)
5) стадо(ζῴων Polyb.)
6) воинская часть, отряд(μισθοφόρων Polyb.)
7) строй(τῆς φάλαγγος Polyb.)
8) руководящий орган, коллегия Polyb.9) (в Риме, лат. senatus) сенат Plut.10) муз. созвучие Plat.11) стих. система ( строфа из определенного количества стихов определенных размеров)12) философское учение, система Sext. -
30 υποστημα
- ατος τό1) осадок, отложение(τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.)
2) выделение(τῆς κύστεως καὴ τῆς κοιλίας Arst.)
3) подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.)4) нарыв(Plut. - v. l. к ἀπόστημα)
-
31 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
32 филенка
филенкаж стр. ἡ πήχη. < филиал м τό παράρτημα/ τό ὑποκατά· στημα (магазина). -
33 linostemus
līnostēmus u. līnostīmus, a, um (linum u. στημα = στήμων), mit leinenem Aufzuge (u. wollenem Einschlage), halbleinen, halbwollen, vestis linostema, Isid. orig. 19, 22, 17: vestis linostima, Augustin. c. Faust. 6, 9 u.a. Eccl.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > linostemus
-
34 πολύστημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστημος
-
35 προσένστημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσένστημα
-
36 στημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στημάτιον
-
37 ἀπόστημα
A distance, interval,ἀ. τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.Cael. 294a4
;τῶν σφαιρῶν Id.Metaph. 1073b33
, cf. Phld.Sign.9, etc.;ἐξ ἀ. θεωρεῖσθαι Epicur.Ep.2p.39U.
;ὅπλα τὰ ἐξ ἀ. λεγόμενα Ascl.Tact.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόστημα
-
38 ἐξανάστημα
A erection, Eust.1719.39 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανάστημα
-
39 ἐπανάστημα
2 eminence, hill,ἐ. γῆς Phlp.
in de An.311.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανάστημα
-
40 ἀνάστημα
См. также в других словарях:
στῆμα — the exterior part of the membrum virile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμα — το / στῆμα, ήματος, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. το κοράκι αρχ. 1. το προεξέχον εξωτερικό τμήμα τού ανδρικού μορίου 2. βάθρο στο οποίο περιστρέφεται άξονας 3. (κατά τον Ησύχ.) α) (ως ναυτ. όρος) πιθ. η σταμίνα β) ο στήμονας τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της … Dictionary of Greek
στημάτων — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήματα — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήματι — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήματος — στῆμα the exterior part of the membrum virile neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
систе́ма — ы, ж. 1. Множество элементов, находящихся в отношениях и связях друг с другом и образующих определенную целостность, единство. || Определенный порядок, основанный на планомерном расположении и взаимной связи частей чего л. Система расстановки… … Малый академический словарь
επανάστημα — ἐπανάστημα, το (Α) 1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή τής επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. γεν. κάθε προεξοχή 3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος 4. λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά στημα… … Dictionary of Greek
λινόστημα — λινόστημα, τὸ (Α) ύφασμα από λινάρι και μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στῆμα, παρλλ. τ. τού στήμων] … Dictionary of Greek
ποδόστημα — το, Ν ναυτ. η κατακόρυφη συνέχιση τής τρόπιδας τού πλοίου που διαμορφώνει την πρύμνη, κν. ποδόσταμο και κοράκι τής πρύμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + στημα (< ἵστημι «στήνω»)] … Dictionary of Greek