-
1 δευτερόλεπτο(ν)
το секунда -
2 δευτερόλεπτο(ν)
το секунда -
3 δευτερόλεπτο
[дэфтэролэпто] ουσ. о. секунда.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δευτερόλεπτο
-
4 δευτερόλεπτο
[дэфтэролэпто] ουσ ο секунда. -
5 δευτερόλεπτο
1) deuxième2) second3) seconde -
6 δευτερόλεπτο
1) drugi przym.2) sekunda (f) rzecz. -
7 δευτερόλεπτο
1) druhý2) sekunda3) vteřina -
8 δευτερόλεπτο
secondΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δευτερόλεπτο
-
9 second
δευτερόλεπτο -
10 sekunda
δευτερόλεπτο -
11 vteřina
δευτερόλεπτο -
12 секунда
-ы θ.1. δευτερόλεπτο της ώρας ή μοίρας.2. (μουσ.) το διάστημα μεταξύ δυο φθόγγων. || (μουσ.) το σεγκόντο.εκφρ.в (одну) -у – στο λεπτό, σ ένα λεπτό•секунда в -у – α) κατά δευτερόλεπτο, β) στο δευτερόλεπτο (αμέσως, πάραυτα)•одну -у – (περίμενε) ένα δευτερόλεπτο. -
13 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
14 секунда
-
15 секундный
επ.του δευτερόλεπτου• κατά δευτερόλεπτο•-ая стрелка ο δείχτης δευτερόλεπτων•
-ая пауза παύση δευτερόλεπτου•
секундный расход воды η κατά δευτερόλεπτο κατανάλωση νερού.
-
16 ватт-секунда
το βατο-δευτερόλεπτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ватт-секунда
-
17 гидромодуль
η κατανάλωση ύδατος (της άρδευσης) ανά εκτάριο και δευτερόλεπτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидромодуль
-
18 секунда
1. (единица измерения времени) το δευτερόλεπτο угловая - του τόξου 2. муз. το διάστημα δευτέρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > секунда
-
19 мигом
мигомнареч разг σ' ἕνα δευτερόλεπτο, ἐν ριπή ὀφθαλμοῦ, ἀκαριαίως. -
20 секунда
секу́нд||аж1. τό δευτερόλεπτο[ν]·2. муз. ἡ δευτέρα· ◊ сию \секундау τώρα ἀμέσως.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δευτερόλεπτο — Μία από τις θεμελιώδεις μονάδες του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων (SI), που ορίζεται ως η διάρκεια 9.192.631.770 περιόδων ακτινοβολίας της αντίστοιχης μετάπτωσης ανάμεσα σε δύο υπέρλεπτες στάθμες της βασικής κατάστασης του ατόμου του καισίου 133Cs … Dictionary of Greek
δευτερόλεπτο — το το ένα από τα εξήντα πρώτα λεπτά της ώρας ή της μοίρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
μικροεπεξεργαστής — Είναι η κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) των μικροϋπολογιστών για τη σχεδίαση και την κατασκευή της οποίας έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα (τσιπ). Ο μ. αποτελεί τη βασική μονάδα εκτέλεσης υπολογισμών και ελέγχου ενός… … Dictionary of Greek