-
1 στάλα
στάλᾱ, σταλάωlet drop: pres imperat act 2nd sgστάλᾱ, σταλάωlet drop: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)στάλᾱ, στήληblock of stone: fem nom /voc /acc dual (doric)στάλᾱ, στήληblock of stone: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————στάλαι, στήληblock of stone: fem nom /voc pl (doric)στάλᾱͅ, στήληblock of stone: fem dat sg (doric aeolic) -
2 σταλα
-
3 στάλα
-
4 στάλα
στᾱλα (-αν, -ᾶν, -αισιν.)a memorial stoneεἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν N. 4.81
b pl., pillars (of Herakles), symbol of the limits to which man can attain.Θήρων ἅπτεται οἴκοθεν Ἡρακλέος σταλᾶν O. 3.44
ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις I. 4.12
-
5 στάλα
-
6 στάλα
I η1) капля;στάλα στάλα по (одной) капле;
2) перен. капелька, чуточка;μιά στάλα — капельку, чуточку, чуть-чуть;
βάλε μιά στάλα κρασί — налей чуть-чуть вина;
κοιμήθηκα μιά στάλα σήμερα — я сегодня чуточку соснул;
§ ούτε μιά στάλα — ни капли, ни капельки, ни чуточки;
δεν έχει στάλα μυαλό — у него нет ни капельки ума;
σαν τη στάλα στο κλαρί — висеть на волоске
στάλα2II η полуденный отдых стада (тж. время отдыха) -
7 στάλᾳ
Βλ. λ. στάλα -
8 στάλα(γ)μα
τό1) см. σταλαγμός; 2) капля; 3) дождевая вода -
9 στάλα(γ)μα
τό1) см. σταλαγμός; 2) капля; 3) дождевая вода -
10 στάλα
[стала] ουσ. Θ. капля,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στάλα
-
11 στάλα
[стала] ουσ θ капля. (μεταφ) капелька, чуточка. -
12 σταλα(γ)μός
ο1) капанье; 2) перен. капля, капелька, чуточка;σταλα(γ)μός ειρήνης — ничтожная надежда на мир;
τύχης σταλα(γ)μ — немножко удачи
-
13 σταλα(γ)μός
ο1) капанье; 2) перен. капля, капелька, чуточка;σταλα(γ)μός ειρήνης — ничтожная надежда на мир;
τύχης σταλα(γ)μ — немножко удачи
-
14 σταλα(γ)ματιά
η1) капля; 2) щель, дыра (в крыше);§ ίπεσε η σταλα(γ)ματιά του — трагически оборвалась его жизнь;
-----ως και το μάρμαρο τρυπά погов, и капля камень долбит -
15 σταλα(γ)ματιά
η1) капля; 2) щель, дыра (в крыше);§ ίπεσε η σταλα(γ)ματιά του — трагически оборвалась его жизнь;
-----ως και το μάρμαρο τρυπά погов, и капля камень долбит -
16 Στάλα με στάλα το νερό και το μάρμαρο τρυπάει
• Вода по капле и камень точитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στάλα με στάλα το νερό και το μάρμαρο τρυπάει
-
17 στάλαν
στάλᾱν, σταλάωlet drop: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)στάλᾱν, σταλάωlet drop: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)στάλᾱν, στήληblock of stone: fem acc sg (doric aeolic) -
18 στάλας
στάλᾱς, σταλάωlet drop: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)στάλᾱς, στήληblock of stone: fem acc pl (doric)στάλᾱς, στήληblock of stone: fem gen sg (doric aeolic) -
19 σταλάων
σταλά̱ων, στήληblock of stone: fem gen pl (epic doric aeolic) -
20 katre
στάλα, σταγόνα
См. также в других словарях:
στάλα — στάλᾱ , σταλάω let drop pres imperat act 2nd sg στάλᾱ , σταλάω let drop imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) στάλᾱ , στήλη block of stone fem nom/voc/acc dual (doric) στάλᾱ , στήλη block of stone fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… … Dictionary of Greek
στάλα — η 1. σταγόνα: Άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες στάλες της βροχής. 2. μικρή ποσότητα: Μου έδωσε μια στάλα λάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάλᾳ — στάλαι , στήλη block of stone fem nom/voc pl (doric) στάλᾱͅ , στήλη block of stone fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλα(γ)ματιά — η 1. στάλα: Πέφτουν σταλαματιές από το ταβάνι του σπιτιού. 2. «σταλαματιά σταλαματιά», λίγο λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάλα(γ)μα — το 1. ροή σταγόνων. 2. ρείθρο της στέγης, υδρορρόη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάλαν — στάλᾱν , σταλάω let drop imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στάλᾱν , σταλάω let drop imperf ind act 1st sg (doric aeolic) στάλᾱν , στήλη block of stone fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλας — στάλᾱς , σταλάω let drop imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) στάλᾱς , στήλη block of stone fem acc pl (doric) στάλᾱς , στήλη block of stone fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλάων — σταλά̱ων , στήλη block of stone fem gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
ενστάλαξη — η [ενσταλάζω] 1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα 2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα τού οργανισμού … Dictionary of Greek