-
1 σταφιδευταῖος
σταφιδευταῖος, von getrockneten und gepreßten Weinbeeren, Hippocr., τρὺξ στεμφυλῖτις σταφ.
-
2 σταφιδευταῖος
A of dried grapes,=στεμφυλίτης, τρύγες Hp.Morb.3.17
; [full] σταφίδιοι οἶνοι raisin wines, ibid.; [full] σταφιδίτηςοἶνος Orib.Fr.19
, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφιδευταῖος
-
3 σταφιδευταῖος
См. также в других словарях:
σταφιδευταίος — αία, ον, Α φρ. «σταφιδευταῑος οἶνος» κρασί από ξηρή σταφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, ίδος + κατάλ. αῖοςπιθ. μέσω αμάρτυρου *σταφιδευτής] … Dictionary of Greek