-
1 σταλάσσω
I let drop, δάκρυ ς. E.Hel. 633 (lyr.);σ. ἐς οἶδμα.. δακρύων.. αὐγάς Id.Hipp. 738
(lyr.);σκηπτὸς ς... φόνον Id.Andr. 1046
(lyr.); ἠμιτύβιον σταλάσσον a napkin dripping wet, Sapph.116: metaph.,τοὺς ἐν τῷ διαλέγεσθαι δυσφόρους καὶ κατ' ὀλίγας λέξεις σταλάττοντας Porph.
l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταλάσσω
См. также в других словарях:
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek