Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στᾰδιαῖος

См. также в других словарях:

  • σταδιαῖος — a stade long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων. β. «καθ οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ. γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ. δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σταδιαῖον — σταδιαῖος a stade long masc acc sg σταδιαῖος a stade long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαῖα — σταδιαῖος a stade long neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαῖαι — σταδιαῖος a stade long fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαίου — σταδιαῖος a stade long masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαίῳ — σταδιαῖος a stade long masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαία — σταδιαίᾱ , σταδιαῖος a stade long fem nom/voc/acc dual σταδιαίᾱ , σταδιαῖος a stade long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαίας — σταδιαίᾱς , σταδιαῖος a stade long fem acc pl σταδιαίᾱς , σταδιαῖος a stade long fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημισταδιαίος — ἡμισταδιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος μισού σταδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταδιαίος (< στά διον)] …   Dictionary of Greek

  • σταδιαίαν — σταδιαίᾱν , σταδιαῖος a stade long fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»