Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στᾰγον-ιαῖος

См. также в других словарях:

  • σταδιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων. β. «καθ οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ. γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ. δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σταλαγμιαίος — αία, ον, Α αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • στατηριαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα 2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»