-
1 σταλίδας
σταλίςfem acc pl -
2 στάλιξ
στάλιξ, - ῐκοςGrammatical information: f.Meaning: `plug or post for fastening a hunting-net' (Theoc., Plu., Opp., Poll. a. o.).Derivatives: Besides στάλιδας (- ίδας?) τοὺς κάμακας η χάρακας H. ( σταλίδων X. Cyn. 2, 8 codd.; σχαλίδων Steph.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Suffixchange as in κλᾱϊκ-: κληῑδ- (s. κλείς) a.o. (Schwyzer 496; cf. also Specht Ursprung 211 a. 233). Further analysis uncertain; both στέλλω and ἵστημι (with λ-suffix) can be considered (WP. 2, 644). As the nearest basis one could posit a zero grade noun *σταλ(ο)-.Page in Frisk: 2,776Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάλιξ
См. также в других словарях:
σταλίδας — σταλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek