Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στύφλος

См. также в других словарях:

  • στύφλος — masc/fem nom sg στυφελός hard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύφλος — ον, και στυφλός, όν, Α τραχύς, σκληρός, στυφελός* («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω] …   Dictionary of Greek

  • στύφλα — στύφλος neut nom/voc/acc pl στυφελός hard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύφλοις — στύφλος masc/fem/neut dat pl στυφελός hard masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύφλου — στύφλος masc/fem/neut gen sg στυφελός hard masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύφλους — στύφλος masc/fem acc pl στυφελός hard masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας …   Dictionary of Greek

  • στυφλώδης — ῶδες, Α [στύφλος] στυφλός* …   Dictionary of Greek

  • κατάστυφλος — κατάστυφλος, ον (Α) καταστύφελος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφλος «τραχύς»] …   Dictionary of Greek

  • στυφλάριος — α, ον, Α τραχύς, βραχώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύφλος «τραχύς, βραχώδης» + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] …   Dictionary of Greek

  • χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»