Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στύπινος

См. также в других словарях:

  • στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… …   Dictionary of Greek

  • στιπύϊνος — ίνη, ον, Α βλ. στύπινος …   Dictionary of Greek

  • στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος …   Dictionary of Greek

  • στυππέϊνος — ίνη, ον, Α βλ. στύπινος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»