-
1 στομωμα
τό1) устье, вход(Πόντου Aesch.)
2) закалка(σιδήρου Arst.)
3) закаленное железо, сталь(ἐκ τοῦ σιδήρου τὸ σ. ποιεῖν Plut.)
4) подкрепление(εἰς μάχην Plut.)
5) главная сила, ударная часть(πάσης τῆς δυνάμεως Polyb.)
6) крепость(τοῦ οἴνου Plut.)
-
2 στόμωμα
το затупление, притупление
См. также в других словарях:
στόμωμα — mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμωμα — το, ΝΑ [στομῶ, ώνω] νεοελλ. άμβλυνση, απώλεια τής οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου αρχ. 1. στόμιο, άνοιγμα 2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα 3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία τής στόμωσης,… … Dictionary of Greek
στόμωμα — το άμβλυνση της κόψης: Στόμωμα του μαχαιριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στομωμάτων — στόμωμα mouth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομώματα — στόμωμα mouth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομώματι — στόμωμα mouth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομώματος — στόμωμα mouth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβλυνση — η (Α ἄμβλυνσις) [ἀμβλύνω] το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια τής οξύτητας, τής αιχμηρότητάς του, στόμωμα νεοελλ. μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα … Dictionary of Greek
στομωμάτιον — τὸ, Α [στόμωμα, ατος] βελονοθήκη … Dictionary of Greek
ՍԱՅՐԱԴԻՐ — ( ) NBH 2 0692 Chronological Sequence: Early classical գ. στόμωμα acies ferri Դիրք սայրի երկաթոյ. սայր, բերան. *Բովք փորձեն զսայրադիր ʼի մուխ (ջրոյ). Սիր. ՟Լ՟Դ. 31 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
άμβλυνση — η 1. η ελάττωση της οξύτητας, το στόμωμα: Ορισμένα από τα εργαλεία παρουσίαζαν άμβλυνση. 2. χαλάρωση της οξύτητας των παθών, κατευνασμός: Παρουσιάζουν τελευταία κάποια άμβλυνση οι σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)