-
1 στόμιο(ν)
τό1) отверстие (тж. анат.); выход;στόμιο(ν) της ουρήθρας — наружное отверстие мочеиспускательного канала;
στόμια της καρδιδς — предсердно-желудочковые отверстия;
στόμιο(ν) της υστέρας — зев матки;
2) устье (реки, пещеры, оврага, трубы и т. п.);3) горлышко (бутылки); 4) вход (в порт, туннель); 5) воен, дуло, жерло -
2 στόμιο(ν)
τό1) отверстие (тж. анат.); выход;στόμιο(ν) της ουρήθρας — наружное отверстие мочеиспускательного канала;
στόμια της καρδιδς — предсердно-желудочковые отверстия;
στόμιο(ν) της υστέρας — зев матки;
2) устье (реки, пещеры, оврага, трубы и т. п.);3) горлышко (бутылки); 4) вход (в порт, туннель); 5) воен, дуло, жерло -
3 στόμιο
[стомио] ουσ. о. отверстие, устье,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στόμιο
-
4 στόμιο
[стомио] ουσ ο отверстие, устье. -
5 στόμιο
1) bec2) bouche -
6 στόμιο
1) buzia (f) rzecz.2) paszcza (f) rzecz.3) usta (pl) rzecz. -
7 στόμιο
1) huba2) jícen3) otvor4) ústa5) ústí -
8 στόμιο
1) mouth2) orificeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στόμιο
-
9 orifice
στόμιο -
10 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк
-
11 рыльце
-а, γεν. πλθ. -лец ουδ.1. ρυγ-χίο.2. βοτ. ρυγχίο (του ύπερου).3. (διαλκ.) στόμιο (αγγείων).4. στόμιο κάνης όπλου. -
12 устье
-я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.1. εκβολή ποταμού.2. στόμιο• οπή• έξοδος•устье трубы το στόμιο του σωλήνα.
-
13 гидрант
(пожарный) το στόμιο υδροληψίας (για πυρόσβεση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрант
-
14 горловина
1. (суживающееся отверстие) η οπή, το στόμιο, το άνοιγμα-канистры - του δοχείου/ντενεκέ2. (узкий проход для чистки или ремонта на судне) η ανθρω-ποθυρίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горловина
-
15 душник
тех. η οπή ή το στόμιο του εξαερισμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > душник
-
16 зенкование
η διάνοιξη/κατεργασία/διεύ-ρυνση του στομίου της οπής με τρυπάνιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зенкование
-
17 колошник
το άνω μέρος του κλιβάνουτο στόμιο τροφοδότησης της υψικαμίνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колошник
-
18 носик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > носик
-
19 окно
1. (отверстие) το άνοιγμα, η θυρίδα, η οπή, η τρύπα 2. (застеклённая рама, закрывающая отверстие в стене для света и воздуха) το παράθυροвенецианское - βενετσιάνικο/ενετικό (ζωγραφιστό) -глухое - τυφλό -, το ψευδοπαράθυροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окно
-
20 раскрыв
το άνοιγμα, το στόμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрыв
См. также в других словарях:
στόμιο — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 520 μ.) στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., 60 κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (359 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του… … Dictionary of Greek
στόμιο — το άνοιγμα, είσοδος: Φρουρούσαν το στόμιο του λιμανιού. – Έκλεισε καλά το στόμιο του σωλήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… … Dictionary of Greek