-
121 ομοστολος
I2[στέλλω] сопровождающий, сопутствующий(τινος Soph.)
II2[στολή] в одинаковом одеянии, т.е. одинаковый, сходныйμορφῆς δ΄ οὐχ ὁ. φύσις Aesch. — наружность (у народов Нила и Инаха) различна
-
122 πατριωτις
-
123 περιστολη
-
124 πτωχικος
-
125 ρακοδυτος
-
126 συστολη
ἥ1) сокращение, сжатие Plut., Diog.L.2) ограничение, уменьшение Plut.3) сокращение расходов, бережливость Polyb.4) подавление, усмирение(κατάπληξις καὴ σ. Plut.)
5) грам. сокращение долгого слога (напр. в ἔσαν вм. ἦσαν Sext.) или краткое произнесение долгого слога Plut. -
127 υποστολη
ἥ1) уменьшение, сокращение Plut.2) боязнь, колебание NT.3) грам. опущение буквы -
128 комбинезон
(рабочий костюм) η φόρμα/η στολή (της δουλειάς/εργασίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбинезон
См. также в других словарях:
στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖς — στολή equipment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)