-
1 πατριώτις
-
2 πατριῶτις
-
3 πατριῶτις
-
4 πατριωτις
-
5 πατριῶτις
-
6 πατριῶτις
A = πατρίς, E.Heracl. 755 (lyr.); π. στολή one's own country's dress, said by a barbarian, Luc.Scyth.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατριῶτις
-
7 πατριώτης
ο, πατριώτισσα и πατριώτις (-ιδος) η1) патриот, -ка, гражданин, -анка; 2) земля|к, -чка, соотечественник, -ца;§ γεια σου, πατριώτη — привет, земляк, здравствуй, товарищ! (обращение обычно к незнакомому лицу)
-
8 πατριώτιδα
πατριώ̱τιδα, πατριῶτιςone's own country's: fem acc sg -
9 πατριώτιδος
πατριώ̱τιδος, πατριῶτιςone's own country's: fem gen sg -
10 πατριώτης
A : ([etym.] πάτριος):— fellow-countryman: prop. of barbarians who had only a common πατρίς, πολῖται being used of Greeks who had a common πόλις, Poll. 3.54, Hsch., Phot.: henceμήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν Pl.Lg. 777c
; τοῖσι Λυκούργου π., Lycurgus being satirized as an Egyptian, Pherecr. 11, cf. Alex. 326 ; also ἵπποι π., = ἐγχώριοι, X.Cyr.2.2.26 : metaph., of Mt. Cithaeron,π. Οἰδίπου S.OT 1091
(lyr.); π. θεός, of Dionysus, Plu.2.671c ; π. ἐστί μοι.—Ans.ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν Luc.Sol.5
; cf. πατριῶτις.II later, = πολίτης, Iamb. VP5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατριώτης
См. также в других словарях:
πατριῶτις — one s own country s fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώτις — ἡ, Α βλ. πατριώτης … Dictionary of Greek
πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… … Dictionary of Greek
Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη … Dictionary of Greek
πατριώτιδα — πατριώ̱τιδα , πατριῶτις one s own country s fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώτιδος — πατριώ̱τιδος , πατριῶτις one s own country s fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)