-
1 στωμύλος
A wordy, talkative, Ar.Ach. 429, Pl.Erx. 397d, Theoc.5.79, etc.; τὰ σ. ταῦτα this nonsense, AP9.39 (Music.): in good sense, fluent, suave, σ. εὐτυχίη, of Menander, ib. 187; = lepidus, Gloss.: c.inf., ὁμιλῆσαι ς. Luc.Im.15; λαλῆσαι ς. Alciphr.3.65: so ἔχουσι τι ς. have a gossipy flavour, Demetr.Eloc. 151. Adv. [suff] στώμ-λως Poll.5.161: [comp] Comp.- ωτέρως Lyd.Mag.3.73
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στωμύλος
См. также в других словарях:
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
ιαμβύλος — ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α) λοιδορητικός, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. υλος (πρβλ. στρογγ ύλος, στωμ ύλος)] … Dictionary of Greek
στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek