-
1 στυφελιγμος
-
2 στυφελιγμός
στυφελιγμός, ὁ, = στυφελισμός, Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις.
-
3 στυφελιγμός
στῠφελ-ιγμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυφελιγμός
-
4 στυφελιγμούς
στυφελιγμόςill-usage: masc acc pl -
5 στυφελισμός
στυφελισμός, ὁ, das Schlagen, Stoßen, übh. die schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, bei Ar. v. l. für στυφελιγμός.
См. также в других словарях:
στυφελιγμός — και στυφελισμός, ὁ, Α [στυφελίζω] υβριστική και προσβλητική διαγωγή, ταπεινωτική συμπεριφορά, κακομεταχείριση … Dictionary of Greek
στυφελιγμούς — στυφελιγμός ill usage masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφελισμός — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. στυφελιγμός … Dictionary of Greek