-
1 στυλοειδής
στυλοειδήςlike a stilus: masc /fem nom sg -
2 στυλοειδής
στῡλο-ειδής, ές,A like a stilus, styloid, ( στηλ- codd.);ἀπόφυσις Gal.2.252
,271;ἐκφύσεις Id.UP7.19
. ( βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι (cf.στῦλος 4
) Gal.UPl.c., who glosses it by γραφιοειδής: but Lat. stilus has [ icaron], not ȳ.)II Adv. - δῶς in pillar form, cj. in Epicur.Ep.2p.47U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλοειδής
-
3 στῡλοειδής
στῡλο-ειδής, ές, säulenartig, griffelähnlich -
4 στυλοειδή
στυλοειδήςlike a stilus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)στυλοειδήςlike a stilus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)στυλοειδήςlike a stilus: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 στυλοειδῆ
στυλοειδήςlike a stilus: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)στυλοειδήςlike a stilus: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)στυλοειδήςlike a stilus: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 στυλοειδείς
στυλοειδήςlike a stilus: masc /fem acc plστυλοειδήςlike a stilus: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 στυλοειδεῖς
στυλοειδήςlike a stilus: masc /fem acc plστυλοειδήςlike a stilus: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
8 στυλοειδώς
-
9 στυλοειδῶς
-
10 στῦλος
στῦλος, ὁ (fem. at Epidaurus, IG42(1).102.66, al.(iv B.C.), but also masc. there, ib.109iii92 (iii B.C.)),A pillar ( = κίων acc. to Gal.6.544), esp. as a support or bearing, Hdt.2.169, IGll.cc.; ;δόμων E.IT50
; (ii/iii A.D.): metaph.,σ... οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες E.IT57
, cf. Ep.Gal.2.9, 1 Ep.Ti.3.15.3 wooden pole, E.Fr. 203, Plb.1.22.4; [ σκηνῆς] tent-poles, uprights, opp. διατόναια, PCair.Zen. 353.9 (iii B.C.); plank, Hp.Art.47.4 stile for writing on waxed tablets; wrongly used in this sense by Greek speakers at Alexandria and in the East acc. to Herophil. ap. Gal.Anat.Ad xiv (Arabic version, ii p.183 ed. M. Simon, Leipzig 1906); cf. στυλοειδής.
См. также в других словарях:
στυλοειδής — like a stilus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλοειδής — ές, ΝΑ 1. όμοιος με στύλο 2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο. επίρρ... στυλοειδῶς Α σε σχήμα στύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + ειδής*] … Dictionary of Greek
στυλοειδῆ — στυλοειδής like a stilus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στυλοειδής like a stilus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στυλοειδής like a stilus masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλοειδεῖς — στυλοειδής like a stilus masc/fem acc pl στυλοειδής like a stilus masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλοειδῶς — στυλοειδής like a stilus adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
στηλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με στήλη 2. φρ. «στηλοειδής κατάτμηση» (πετρογρ.) δομή που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος κατά μήκος επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από κολόνες και που μπορεί να… … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek