Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στυγνός

См. также в других словарях:

  • στυγνός — hated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνός — ή, ό / στυγνός, ή, όν, ΝΑ 1. (για πρόσ. και πράγματα) στυγερός, μισητός (α. «στυγνός δολοφόνος» β. «στυγνά πρόκακα λέγων», Αισχύλ.) 2. κατηφής, σκυθρωπός αρχ. 1. δύστροπος ή εξαιρετικά άθυμος 2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) στυγνόν λυπηρά.… …   Dictionary of Greek

  • στυγνός — ή, ό επίρρ. ά σκληρός, μισητός: Ο εργοδότης τους είναι ένας στυγνός εκμεταλλευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυγνά — στυγνός hated neut nom/voc/acc pl στυγνά̱ , στυγνός hated fem nom/voc/acc dual στυγνά̱ , στυγνός hated fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνότερον — στυγνός hated adverbial comp στυγνός hated masc acc comp sg στυγνός hated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνοτάτων — στυγνός hated fem gen superl pl στυγνός hated masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνοτέρων — στυγνός hated fem gen comp pl στυγνός hated masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνόν — στυγνός hated masc acc sg στυγνός hated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγνότατον — στυγνός hated masc acc superl sg στυγνός hated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγναῖς — στυγνός hated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγναῖσι — στυγνός hated fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»