-
1 στυγητος
-
2 στυγητός
-
3 στυγητός
στυγητόςhated: masc /fem nom sg -
4 στυγητός
-
5 στυγητός
στυγητός, ή, όν (Aeschyl., Prom. 592; POxy 433, 28; Philo, Dec. 131; Heliod. 5, 29, 4) loathsome, despicable Tit 3:3 w. μισέω; 1 Cl 35:645; 1 Cl 35:6.—DELG s.v. στυγέω. M-M. -
6 στυγητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στυγητός
-
7 στυγητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στυγητός
-
8 στυγητός
στῠγ-ητός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυγητός
-
9 θεο-στύγητος
θεο-στύγητος, = Vorigem 1, Aesch. Ch. 633.
-
10 στυγητόν
στυγητόςhated: masc /fem acc sgστυγητόςhated: neut nom /voc /acc sg -
11 στυγητοί
στυγητόςhated: masc /fem nom /voc pl -
12 στυγητούς
στυγητόςhated: masc /fem acc pl -
13 στυγητά
στυγητόςhated: neut nom /voc /acc pl -
14 στυγητέ
στυγητόςhated: masc /fem voc sg -
15 στυγητοίς
-
16 στυγητοῖς
-
17 στυγητού
-
18 στυγητοῦ
-
19 στυγητώ
-
20 στυγητῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στυγητός — hated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητός — ή, όν, Α [στυγῶ] μισητός, στυγερός … Dictionary of Greek
στυγητόν — στυγητός hated masc/fem acc sg στυγητός hated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητοῖς — στυγητός hated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητοί — στυγητός hated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητοῦ — στυγητός hated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητούς — στυγητός hated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητά — στυγητός hated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητέ — στυγητός hated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητῶν — στυγητός hated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγητῷ — στυγητός hated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)