-
1 Στρατόπεδ'
Στρατόπεδα, Στρατόπεδαfem nom /voc sgΣτρατόπεδαι, Στρατόπεδαfem nom /voc pl -
2 στρατόπεδ'
στρατόπεδα, στρατόπεδονcamp: neut nom /voc /acc pl -
3 στρατοπεδάρχης
A military commander, BGU1822.13 (i B.C., prob.), D.H.10.36, J.BJ6.4.3, Mitteis Chr.87.5 (ii A.D.), Procl.Par. Ptol.245; = praefectus castrorum, CIL 3.13648, 141875 ([place name] Pontus), Luc. Hist.Conscr.22, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπεδάρχης
-
4 στρατοπεδαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπεδαρχικός
-
5 στρατοπεδεία
στρᾰτοπεδ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπεδεία
-
6 στρατοπέδευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπέδευμα
-
7 στρατοπέδευσις
2 encampment, position of an army, X.HG4.1.25 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπέδευσις
-
8 στρατοπεδευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπεδευτικός
-
9 στρατοπεδεύω
A encamp, bivouac, take up a position, X.An.7.6.24 (v.l. in Cyr.4.2.6), LXX Ge.12.9, al.: more freq. in [voice] Med., Hdt.1.62,76, 2.141, Th.1.30, X.An.2.2.15, etc.; of a fleet, to be stationed, Hdt.7.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπεδεύω
-
10 στρατόπεδον
στρᾰτόπεδ-ον, τό,A camp, encampment, Id.5.63, A. Th. 79 (lyr.), S.Ph.10, Gal.15.709; Στρατόπεδα, name of a part of Egypt, Hdt.2.154, cf. 112: hence, encamped army, Id.4.114, Gal.15.119, etc.; in both senses, Th.2.81.2 at Rome, the Castra Praetoriana, D.C. 60.1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατόπεδον
См. также в других словарях:
Στρατόπεδ' — Στρατόπεδα , Στρατόπεδα fem nom/voc sg Στρατόπεδαι , Στρατόπεδα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατόπεδ' — στρατόπεδα , στρατόπεδον camp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπωθώ — ἐξαπωθῶ, έω (Α) απωθώ έξω, μακριά, αποκρούω («κοὔτ εἰσιόντας στρατόπεδ ἐξαπώσατε οὔτ ἐξιόντας;», Ευρ.) … Dictionary of Greek