-
1 στρατηιη
-
2 επιστρατηιη
-
3 στρατεια
ион. στρᾰτηΐη ἥ1) военный поход, кампания(ἐπὴ Χαλκιδέας Her.; εἰς Ποτίδαιαν Plat.)
ἀπὸ στρατείας Aesch. — по возвращении из похода;ἐν στρατεία Xen. и ἐπὴ στρατείας Plat. — в походе, на войне2) pl. военная служба Plat., Plut.3) поэт. армия, войскоσ. διαλυθεῖσα Eur. — распущенное (по домам) войско
4) флот(χιλιόναυς σ. Eur.)
См. также в других словарях:
στρατηΐη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. στρατεία … Dictionary of Greek
στρατηίη — στρατεία expedition fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek