-
1 στραταρχος
(ρᾰ) ὅ Pind. = στρατάρχης См. στραταρχης -
2 στράταρχος
στράταρχοςmasc nom sg -
3 στράταρχος
1 commanderἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα P. 6.31
τίνες Ἕκτορα πέφνον καὶ στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν I. 5.40
στρα]τάρχῳ (? Polydektes, ? Proitos) Δ. 4. 43. -
4 στράταρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στράταρχος
-
5 στρατάρχου
στράταρχοςmasc gen sgστρατάρχηςgeneral of an army: masc gen sg -
6 στράταρχον
στράταρχοςmasc acc sg -
7 στρατί-αρχος
στρατί-αρχος, ὁ, auch ἡ, = στράταρχος, Xen. Lac. 13, 4.
-
8 εναριμβροτος
-
9 χαλκοαρας
-
10 στρατάρχω
-
11 στρατάρχῳ
-
12 στρατίαρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατίαρχος
См. также в других словарях:
στράταρχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στράταρχος — και στρατίαρχος, ὁ, Α στρατάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + αρχος*] … Dictionary of Greek
στρατάρχου — στράταρχος masc gen sg στρατάρχης general of an army masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατάρχῳ — στράταρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στράταρχον — στράταρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατίαρχος — ὁ, Α βλ. στράταρχος … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek